Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

 




Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,

σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.

Και κάποιο βράδυ - πες σαν χτες - υψώνει το κεφάλι

κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.

Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα

κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.


Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης

και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.

Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει

φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.

Γιάννης Ρίτσος, Ο Λαός


Ο ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΟΣ

Μελαχρινέ Ναπολιτάνο,
ο πόλεμος είναι φρικτός,
Εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο,
μετά σε σκότωσε κι αυτός.

Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός,
νάν' οι λαοί αδελφωμένοι,
μαύροι λευκοί ένας λαός.

Εσύ στη Νάπολη Μπαρμπέρης
κι αυτός ψαράς στο Αιτωλικό
να μάθεις δεν θα καταφέρεις
πως φτάσαμε στο φονικό.Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός,
νάν' οι λαοί αδελφωμένοι,
μαύροι λευκοί ένας λαός.

Στις 28 του Οκτώβρη 1940, ο ελληνικός λαός ξεσηκώνεται για να αποκρούσει την ιταλική φασιστική εισβολή.

Λίγο μετά τις 03:00 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά,

Ο ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά τουπεριγράφει τη σκηνή:

Μόλις καθίσαμε, του είπα ότι η κυβέρνησή μου μού είχε αναθέσει να του κάνω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή φωνή: «Alors, c'est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο) .

 

Την επόμενη μέρα ολόκληρος ο ελληνικός λαός ξεχύθηκε στους δρόμους βροντοφωνάζοντας ένα τεράστιο ΟΧΙ

Η αντίδραση του λαού Από τη στιγμή που έγινε γνωστή η είδηση του πολέμου και παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό που προκάλεσε, η αντίδραση του ελληνικού λαού ήταν εξίσου απρόσμενη. Δεν υπήρχε φόβος, ταραχή ή αγωνία, παρά μόνο «μιὰ διάθεση εὐφορίας, κέφι ἀνάλαφρο, ἀλλόκοτο», όπως παρατηρεί ο Άγγελος Τερζάκης περιγράφοντας την ατμόσφαιρα στην Αθήνα εκείνο το πρωί: «Στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀντικρύζονταν, ἔφεγγε ἕνα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος, ὁ ἴσαμε χτὲς βουτηγμένος στὴν καθημερινότητα καὶ στὴ βιοπάλη, νὰ μάθαινε ξαφνικὰ πὼς ἔχει μέσα του κρυμμένα νιάτα. Γιατὶ τὸ πρωΐ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικὰ μιὰ ἀποκάλυψη: Διαφορετικὸ εἶχε πέσει νὰ κοιμηθεῖ τὸ ἔθνος τὴ νύχτα ποὺ πέρασε, διαφορετικὸ ξυπνοῦσε τώρα. Ἡ εἴδηση ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα “Πόλεμος! οἱ Ἰταλοὶ εἰσβάλλουν”, εἴτανε σὰ γενικὴ πρόσκληση σὲ ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο καὶ λεβεντιὰ φούσκωναν τὰ στήθη»

Η άμεση κινητοποίηση του Ελληνικού

 Στρατού Ο Ελληνικός Στρατός ήταν από καιρό προετοιμασμένος για να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση. Από τον Σεπτέμβριο του 1939, το Γενικό Επιτελείο λάμβανε μέτρα ενίσχυσης των μεθοριακών μονάδων και αμυντικής οργάνωσης των περιοχών της Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας, ενώ τον Αύγουστο του 1940, μετά τη νέα ένταση των σχέσεων με την Ιταλία, προχώρησε, με πλήρη μυστικότητα, σε προεπιστράτευση και περαιτέρω ενίσχυση των σχηματισμών που βρίσκονταν στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα, που απασχόλησαν την κυβέρνηση και το ΓΕΣ, αφορούσε τις συγκοινωνίες. Το θέμα των συγκοινωνιών ήταν κομβικής σημασίας, διότι από αυτές εξαρτιόταν η δυνατότητα και η ταχύτητα κινητοποίησης και μεταφοράς του στρατού στα βόρεια σύνορα, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της χώρας. Σε αυτές εντάσσονταν το οδικό δίκτυο, οι σιδηρόδρομοι και τα λιμάνια

Ο τελευταίος κλάδος των συγκοινωνιών ήταν τα λιμενικά έργα, για τα οποία δόθηκαν 50 εκ. δρχ. κατά τα έτη 1937 – 1939

Μεγάλη σημασία δινόταν στις γέφυρες των ποταμών της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας, καθώς ορθά θεωρούνταν πρωταρχικοί στόχοι μιας εχθρικής αεροπορικής επίθεσης. Το σχέδιο προέβλεπε λεπτομερώς το απαιτούμενο προσωπικό, τα υλικά, τα μηχανήματα και τα μεταφορικά μέσα, τα οποία έπρεπε να είναι διαθέσιμα, με σκοπό τη χρησιμοποίηση τους από τα συνεργεία, που θα αναλάμβαναν

 

Άμεσα συνδεδεμένο με το σύστημα των συγκοινωνιών ήταν το ζήτημα των καυσίμων.  Σχετικά με τα υγρά καύσιμα, οι ανάγκες του στρατού κατά το πρώτο τρίμηνο των επιχειρήσεων υπολογίζονταν σε 15.000 τόνους βενζίνης αυτοκινήτων, 6.000 τόνους βενζίνης αεροπλάνων, 3.000 τόνους πετρελαίου Ντίζελ, 45.000 τόνους πετρελαίου Μαζούτ και 10.500 τόνους ορυκτελαίου. 

Ένας άλλος τομέας, στον οποίον ήταν απαραίτητα τα αποθέματα, ήταν τα τρόφιμα.  Κατά την έναρξη του πολέμου τα αποθέματα του ελληνικού στρατού σε σιτάρι και αλεύρι αρκούσαν για 50 ημέρες, τα τρόφιμα για 15 – 17 ημέρες και η νομή για τα ζωα για 30 ημέρες

Ένα από τα σημαντικότερα μέτρα για το εσωτερικό της χώρας αποτέλεσε η οργάνωση της αντιαεροπορικής άμυνας ,για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, και την κατασκευή καταφυγίων Από το θέρος του 1939, στα ελληνοαλβανικά σύνορα είχαν αρχίσει εργασίες οχύρωσης, που περιορίστηκαν σε απλά έργα εκστρατείας, ελλείψει χρημάτων. ο Δημήτρης Σ. Λουκάτος,  καθηγητής της Λαογραφίας καταθέτει  τα βιώματα και τις διαπιστώσεις του, ως εξής (σ.125): Εφεύγαμε 75 άνδρες για την πρώτη γραμμή, για το «μαχόμενο» τάγμα και μόνο 52 είχανε ξίφος. Για τους άλλους δεν επερίσσευε. Τα τουφέκια επίσης, των μισών, δεν είχαν λουρί και τα δέναμε στον ώμο με σπάγγους! Φυσίγγια μάς έδωσαν με οικονομία, 25 του καθενός.

Στην περιοχή της Θεσπρωτίας, οι ιταλικές δυνάμεις άρχισαν από τις 07.00 να πλήττουν με βαρύ πυροβολικό τους Φιλιάτες και να επιτίθενται κατά των ελληνικών φυλακίων. Τα τμήματα προκαλύψεως της VIII Μεραρχίας, αφού αντέταξαν επαρκή αντίσταση, συμπτύχθηκαν προς τις προκαθορισμένες θέσεις τους, επιβραδύνοντας τον εχθρό σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεων και τις διαταγές της διοίκησής τους. ... Φιλιάτες Θεσπρωτίας . Πρώτος στόχος ήταν η κατάληψη του λιμένος της Ηγουμενίτσας και από εκεί η βαθεία προώθηση κατά μήκος της ακτής

Λίγο πριν από τις 05.00, ο διοικητής της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ήπειρο, Υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, μετέφερε στα τμήματά του τις εντολές του Γενικού Επιτελείου τηλεφωνικά και με ειδικό αγγελιαφόρο: «Ὁ Ἰταλός Πρέσβυς ἐζήτησεν ἀπό τήν Κυβέρνησιν νά διέλθουν σήμερον τήν 6ην πρωϊνήν ὥραν ἰταλικά στρατεύματα διά τοῦ ἐδάφους μας. Ἡ Κυβέρνησις ἀπέρριψε τήν αἴτησιν ταύτην καί διέταξεν ἀντίστασιν μέχρις ἐσχάτων.

Η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε νωρίτερα από την εκπνοή της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο αιφνιδιασμός. Δώδεκα ιταλικές φάλαγγες άρχισαν να κινούνται επιθετικά εναντίον των ελληνικών ελαφρών τμημάτων προκαλύψεως κατά μήκος ολόκληρου του αλβανικού μετώπου

Στην περιοχή της Θεσπρωτίας, οι ιταλικές δυνάμεις άρχισαν από τις 07.00 να πλήττουν με βαρύ πυροβολικό τους Φιλιάτες και να επιτίθενται κατά των ελληνικών φυλακίων. Τα τμήματα προκαλύψεως της VIII Μεραρχίας, αφού αντέταξαν επαρκή αντίσταση, συμπτύχθηκαν προς τις προκαθορισμένες θέσεις τους, επιβραδύνοντας τον εχθρό σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεων και τις διαταγές της διοίκησής τους.

Η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων πέρα από τον
Καλαμά, μας γέμισε απογοήτευση. Δεν μπορούσαμε δεν
θέλαμε να πιστέψουμε πως όλα τελείωσαν.
Οι ελληνικές δυνάμεις αφού με αυταπάρνηση
πολέμησαν τους Ιταλούς στην Πίνδο και το Καλπάκι,
σταμάτησαν την προέλαση τους .κι όταν ύστερα από λίγες
ημέρες ενισχύθηκε με καινούργιες δυνάμεις ο ελληνικός στρατός , πέρασε
στην αντεπίθεση και τους ανάγκασε, ηττημένους και
ντροπιασμένους να υποχωρήσουν πέρα από τα
ελληνοαλβανικά σύνορα.Το ίδιο έγινε και στο μέτωπο της
δικής μας περιοχής. Ο ελληνικός στρατός άρχισε την
αντεπίθεση. Βαθιά πέρα από την Ηγουμενίτσα
ακούγονταν υπόκωφες εκρήξεις.
Από τις 10-12 Νοεμβρίου 1940 η VIII Μεραρχία κινήθηκε
επιθετικά κατά του εχθρού.
Τίποτε δεν ακουγόταν. Οι ιταλικές δυνάμεις

είχαν υποχωρήσει. Έμεναν μόνο μικρά τμήματα
οπισθοφυλακής. Με αγωνία περιμέναμε από στιγμή σε
στιγμή να αντικρίσουμε παρελαύνουν τα ελληνικά τμήματα
. Το απόγευμα από την Ράχη του χωριού είδαμε
στρατιώτες, ακροβολισμένους να ανεβαίνουν από το
Καλπάκι (Ελαία) προς το Φιλιάτι. Δεν είχαμε καμιά
αμφιβολία, ήταν ο ελληνικός στρατός. Χωρίς να σκεφτούμε
τυχόν κινδύνους τρέξαμε και με μια ανάσα ανεβήκαμε τις
Κογκέλες. Τους προλάβομε στην είσοδο των Φιλιατών.
Γεμάτοι χαρά τους αγκαλιάσαμε. .Μας συνέστησαν να απομακρυνθούμε
γρήγορα γιατί μπροστά τους υπήρχαν ιταλικές ομάδες και
υπήρχε το ενδεχόμενο να συμπλακούν. Γυρίσαμε στο
χωριό. Είχε σουρουπώσει. Εκεί βρίσκονταν από αρκετή
ώρα, ομάδα στρατιωτών του τάγματος Φιλιατών και ο
χωριανός μας στρατιώτης Γιάννης Κόντης.Ήτανε
σταλμένοι από τη διοίκηση του τάγματος να ζητήσουν από
τους κατοίκους να ετοιμάσουν ψωμί κι ότι άλλο
μπορούσαν, γιατί το τάγμα προελαύνοντας γρήγορα είχε
αποκοπεί από την επιμελητεία.
Στη στιγμή όλοι οι φούρνοι του χωριού άναψαν.
Επιτέλους ελεύθερος ο τόπος ύστερα από 15
μέρες κατοχής μέσα σε φόβους και αγωνίες.
Όμως ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Μόλις άρχιζε  στα βουνα της Αλβανίας.