Ετυμολογία
- ροδάνι < αρχαία ελληνική ῥοδάνη
Ουσιαστικό
ροδάνι ουδέτερο
- εργαλείο για το αδράχτι με το οποίο τυλίγουν το μαλλί
Εκφράσεις
- η γλώσσα/το στόμα κάποιου (πάει) ροδάνι: μιλάει πολύ και συνέχεια, φλυαρεί, δε βάζει γλώσσα μέσα του
Το ροδάνι είναι ένας μικρός τροχός (κλωστικής μηχανής), που παίρνει κίνηση από έναν μεγαλύτερο.
Έτσι περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και κινεί το αδράχτι πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. Αποτελεί εξέλιξη του παλαιότερου γλωσσικού τύπου «ροδάνη» που σήμαινε το νήμα, τη στριμμένη κλωστή.
Η φράση «πάει η γλώσσα του ροδάνι» που σημαίνει «είναι φλύαρος, μιλάει συνεχώς» προήλθε από τη συσχέτιση της συνεχούς ομιλίας με το θόρυβο και τη συνεχή κίνηση που δημιουργείται όταν το ροδάνι περιστρέφεται γρήγορα προκειμένου να τυλιχθεί το νήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου