Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Β΄ πολιορκία του Μεσολογγίου – ΕΞΟΔΟΣ (1825-1826)




Το Μεσολόγγι ως αρχέτυπο θυσίας, ως σύμβολο ελευθερίας, ως εμβληματικός τόπος μνήμης, έχει αποβεί στην κοινή συνείδηση του νέου ελληνισμού αστείρευτη πηγή συγκινήσεων και  πρότυπο που καθορίζει τα ηθικά μέτρα και τις αξίες της συνύπαρξης και των συλλογικών επιδιώξεων μιας κοινωνίας η οποία επιθυμεί να υπάρχει ως ελεύθερο έθνος. 

Το Μεσολόγγι βρίσκονταν στα χέρια των Ελλήνων από την κήρυξη της επανάστασής του, στις 20 Μάη 1821. Τον Οκτώβριο του 1822 ο Ομέρ Βρυώνης με τον στρατό του πολιόρκησαν για πρώτη φορά το Μεσολόγγι, όμως η φρουρά του, με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη, τους καθυστέρησε αρκετά, μέχρι που χειμώνιασε. Μετά τα Χριστούγεννα, οι Τούρκοι έλυσαν την πολιορκία και έφυγαν.

Στις προτάσεις του Κιουταχή για συνθηκολόγηση και παράδοση αντιδρούσαν με χιούμορ και ειρωνεία: του έστελναν δοχεία με κρασί για να γιορτάσει την "νίκη" του, και του παραγγέλναν: "Τα κλειδιά του κάστρου τα έχουμε πάνω στα κανόνια. Έλα να τα πάρεις!      ΕΩΣ ΕΔΩ                                 



σχολείο        
ΠΑΡΑΤΗΡΩ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΩ ΠΡΟΣΕΧΤΙΚΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ






ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1825

λαγουμιτζήδες










Ο Κολοκοτρώνης ΠΈΤΑΞΕ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΆ ΤΟΥ ΣΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ. και ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο.


​ΤΑ ΝΕΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΜΠΡΑΗΜ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ      (Από τα "Ελληνικά Χρονικά")



ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ 































































“Στο αιματοπότιστο νησί

μια χούφτα παλληκάρια

Το μέγα δένδρο ανάστησε

με τα χρυσά κλωνάρια

Ω! Μεσολόγγι! Ω! Δόξας γη!

Κι΄αστράφτει στον αιώνα

η Κλείσοβα του ολόφωτου

Μετώπου σου Κορώνα!”

Κωστής Παλαμάς


ΕΩΣ ΕΔΩ..................................................................................................


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΟΛΩΜΟ  ΣΧΟΛΕΙΟ

 η σύγκρουση

ζωή = ανεξαρτησία vs υποταγή = θάνατος
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ


ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Χάρις στα Ελληνικά Χρονικά έχουμε λεπτομερή καταγραφή όλων των γεγονότων της πολιορκίας, από την 1η Ιανουαρίου 1824 μέχρι και την 20η Φεβρουαρίου 1826.Τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, που είναι και η πρώτη ελληνική εφημερίδα που κυκλοφορούσε συνεχώς για δύο χρόνια, μέχρι που μία τουρκική οβίδα κατέστρεψε την τυπογραφική μηχανή

Από τη στεριά το Μεσολόγγι προστατευόταν από ένα χωματότοιχο και από τέσσερις προμαχώνες. Οι Μεσολογγίτες, μετά την πρώτη πολιορκία, με την καθοδήγηση του μηχανικού Κοκκίνη, είχαν ενισχύσει καλά τα αμυντικά χαρακώματα. Πίσω από την τάφρο και το χαράκωμα της πρώτης γραμμής, άνοιξαν μια δεύτερη τάφρο κι ακόμα ένα χαράκωμα.  Επίσης ήταν οχυρωμένα και τα νησάκια της λιμνοθάλασσας που σχηματίζεται μπροστά από την πόλη.

Υπήρχαν και 48 κανόνια στο κάστρο, 2 όλμοι, 2 βομβιβόλοι και 4.000 πολεμιστές που ενισχύονταν από τους πολίτες. Υπήρχαν ακόμα και 12.000 γυναικόπαιδα μέσα στο Μεσολόγγι.

Ο Κιουταχής ξεκίνησε μαζικές επιθέσεις και βομβαρδισμούς, επιχείρησε και στενό αποκλεισμό από τη θάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Μιαούλης με τον ελληνικό στόλο μπόρεσε αρκετές φορές και έσπασε τον αποκλεισμό και τροφοδότησε τους ηρωικούς υπερασπιστές του Μεσολογγίου με τρόφιμα και πυρομαχικά. Οι πολιορκούμενοι κατάφεραν και οργάνωσαν αντεπιθέσεις , όπως εκείνη στις 24 Ιούλη 1825, ύστερα από συνεννόηση με τους οπλαρχηγούς της ανατολικής Ρούμελης – κυρίως με τον Καραϊσκάκη – βγήκαν από το κάστρο και χτύπησαν το τουρκικό στρατόπεδο, ενώ ο Καραϊσκάκης χτυπούσε από την έξω μεριά αναγκάζοντας τον Κιουταχή που έχασε πολύ στρατό να τραβηχτεί στο διάσελλο του Ζυγού και να περάσει στην άμυνα.

Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ που πήρε νέες ενισχύσεις και νέες υποσχέσεις από τον Σουλτάνο, περνά από το Ρίο στη Στερεά με 10.000 στρατό. Ετσι από τις 25 Δεκέμβρη ενώνεται με το στρατό του Κιουταχή και ξαναρχίζουν οι επιθέσεις.

Η Έξοδος

 Με την βοήθεια του Γεωργίου Καραϊσκάκη και του Κίτσου Τζαβέλα, οι οποίοι έφτασαν στο Μεσολόγγι το καλοκαίρι του 1825, οι Μεσολογγίτες πήραν κουράγιο.


Στις προτάσεις του Κιουταχή για συνθηκολόγηση και παράδοση αντιδρούσαν με χιούμορ και ειρωνεία: 
του έστελναν δοχεία με κρασί για να γιορτάσει την "νίκη" του, και του παραγγέλναν: "Τα κλειδιά του κάστρου τα έχουμε πάνω στα κανόνια. Έλα να τα πάρεις!







​Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται δύσκολη για τους πολιορκημένους. Ο καπετάν-Μιαούλης κατόρθωνε όλο και πιο δύσκολα να σπάει τον αποκλεισμό, μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου 1826.

Στα τέλη Φεβρουαρίου ο Ιμπραήμ κατέλαβε τα νησάκια της λιμνοθάλασσας ΒασιλάδιΠόρο και Ντολμά.
Από τότε, ο πολιορκητικός κλοιός των Τουρκοαιγυπτίων στένεψε και ο Μιαούλης δεν κατάφερε να τον σπάσει ξανά.
​Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Έπρεπε πια να διαλέξουν "εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με τον Χάρο" (όπως έγραφε ο Διον. Σολωμός στους "Ελεύθερους Πολιορκημένους").

Οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν έξοδο
. Την όρισαν για τα ξημερώματα της Κυριακής.
Οι ανήμποροι μεταφέρθηκαν κατά ομάδες σε διάφορα σπίτια, μαζί με μπόλικο μπαρούτι. Αν έρχονταν οι Τούρκοι εναντίον τους, θα ανατινάζονταν.
 
Σάββατο του Λαζάρου. 10 Απριλίου. Βράδυ.
Τρεις φάλαγγες άρχισαν να βγαίνουν από τις πύλες του Μεσολογγίου. Δεξιά κι αριστερά πολεμιστές, στην μέση γυναικόπαιδα.
Οι Τούρκοι όμως ήταν ειδοποιημένοι. Προδοσία; Ποιος ξέρει... Άρχισαν να πυροβολούν τους εξαθλιωμένους από την πείνα “Εξοδίτες”.

Εκείνη την δύσκολη ώρα, από την μεσαία ομάδα, αυτήν με τα γυναικόπαιδα, ακούστηκε μια φωνή "Πίσω! Πίσω!". Επικράτησε πανικός. Άλλοι πήγαιναν μπροστά για να φύγουν, άλλοι γυρνούσαν πίσω.
Μέσα στην αντάρα, οι περισσότεροι εξοντώθηκαν. Οι πληροφορίες λένε πως από τους 3.000 που πήραν μέρος στην Έξοδο, οι 1.700 σκοτώθηκαν. 
Άλλα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.


Οι απώλειες ήταν τρομακτικές για τους Έλληνες. Όσοι ξέφυγαν και κρύφτηκαν στα γειτονικά βουνά, άκουγαν όλη την επόμενη ημέρα (Κυριακή των Βαΐων) κανονιοβολισμούς, πυροβολισμούς και συνεχείς εκρήξεις. Ήταν οι Μεσολογγίτες του τμήματος που είχε υποχωρήσει, καθώς και οι άρρωστοι και οι αδύναμοι που είχαν μείνει πίσω, που πολεμούσαν τους Τούρκους και που ανατινάζονταν μαζί με τους εχθρούς.

Μπαίνουν τέλος στο Μεσολόγγι ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ, συνοδευόμενοι από τους ξένους αξιωματικούς και από τους Πρόξενους στην Πάτρα της Αγγλίας, ο Φίλιπ Τζέιμ Γκρην, και της Αυστρίας, ο αβάς Δον Μικαρέλι, που έτρεξαν, μόλις μάθανε ότι έπεσε το Μεσολόγγι, να συγχαρούν τους πασάδες.

«Αυτό στάθηκε το τέλος του Μεσολογγίου», σημειώνει ο Φωτιάδης. «Μήτε τα τόσα ασκέρια, μήτε οι τόσες αρμάδες, μήτε οι τόσες τέχνες των Ευρωπαίων, μήτε η αρρώστια μπόρεσαν να γονατίσουν τους υπερασπιστές του. Τους λύγισε η πείνα, που κανείς αντρειωμένος δεν τη νίκησε ποτέ. Μα ούτε και τότε παραδόθηκαν. Προτίμησαν να μείνουν λεύτεροι».

Η νίκη αυτή στο Μεσολόγγι και η κατάληψη της Αθήνας που ακολούθησε, έμοιασε να σημαίνει το τέλος της εξέγερσης. Αντίθετα όμως αυτή η σφαγή ταρακούνησε τους λαούς του κόσμου και σήμανε την αρχή της τελικής επικράτησης της Ελληνικής Επανάστασης.
Picture

Εκπαιδευτικά σενάρια για το 1821

 https://ekedisy.gr/ekpaideytika-senaria-gia-to-1821/


Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, Ανώτατο Συμβούλιο Ελληνικής Παιδείας – Εκπαιδευτικά σενάρια για το 1821
Παίξτε το ψηφιακό παιχνίδι «Οι τίτλοι μπερδεύτηκαν»: https://learningapps.org/watch?v=pjbaydrsk21









Θεόφιλος Χατζημιχαήλ Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (πραγματικό όνομα: Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, γνωστός απλά και ως Θεόφιλος), ήταν Έλληνας λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης και αγιογράφος (Βαρειά Λέσβου, 1870 - Βαρειά Λέσβου, 24 Μαρτίου 1934). 

Βασικό χαρακτηριστικό του: η ελληνικότητά του και η εικονογράφηση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας. Η ιστορία του Θεόφιλου Μια φορά και έναν καιρό σε ένα όμορφο νησί, τη Λέσβο, γεννήθηκε το πρώτο από τα 7 παιδιά της οικογένειας Χατζημιχαήλ. Ο Θεόφιλος! Παιδί του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ! 

Καθώς μεγάλωνε και άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο, επειδή ήταν μικροκαμωμένος και έγραφε με το αριστερό χέρι οι άλλοι τον κορόιδευαν. Τον έλεγαν «ζερβοκουτάλα» και ήταν τότε ντροπή να γράφεις με το αριστερό χέρι. Τόσο πολύ τον πείραζαν αυτά που άκουγε ο Θεόφιλος από μεγάλους και μικρούς που έχανε τα λόγια του και αυτό έδινε αφορμή να τον περιγελάνε ακόμα περισσότερο. Πικραμένος, ο μικρός Θεόφιλος, από την περιφρόνηση και τα άσχημα σχόλια έβρισκε αποκούμπι στη ζεστή αγκαλιά του παππού του, του Κωνσταντή Ζωγράφου. Εκείνος του έλεγε όμορφες ιστορίες, που είχαν να κάνουν σχέση με μεγάλους ήρωες, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Αχιλλέα αλλά και ένδοξες ιστορίες για την Ελλάδα και τους αγώνες από την Επανάσταση του 1821. Τόσο πολύ φαίνεται ότι τον άγγιξαν οι ιστορίες που άκουγε, που μια μέρα ντύθηκε με τα ρούχα του φουστανελά και από τότε κυκλοφορούσε μόνο με αυτά τα ρούχα. Βέβαια αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τον κοροϊδεύουν ακόμα περισσότερο. Δεν ήθελε να πάει στο σχολείο άλλο. Και τέχνη που τον πήγαν για να μάθει, να γίνει τσαγκάρης, δεν μπόρεσε να τα καταφέρει γιατί τα ίδια κι εκεί. Κοροϊδία και γέλια ειρωνικά! Μόνο στον παππού του έβρισκε παρηγοριά. Με τις ώρες καθόταν δίπλα σε αυτόν τον παππού, που ζωγράφιζε Αγίους. Από εκεί φαίνεται κληρονόμησε και το χάρισμα.  Γιατί το παιδί αυτό βρήκε παρηγοριά στη ζωγραφική. Και έτσι διωγμένος από το σχολείο, αντί για γράμματα άρχισε να γεμίζει τα τετράδιά του με ζωγραφιές. Και τι δεν έκανε! Και αποξεχνιόταν κι ονειρευόταν μάχες και ήρωες και φουστανέλες! Μα ο τόπος εκεί στη Μυτιλήνη δεν τον χωρούσε. Και κίνησε να πάει σε άλλα μέρη, να γνωρίσει νέους τόπους και εκεί, ποιος ξέρει, ίσως οι άνθρωποι να ήταν πιο καλοί μαζί του. Στην αρχή πήγε στη Σμύρνη, που τότε ζούσαν εκεί πολλοί Έλληνες. Κι εκεί δεν σταματούσε τη ζωγραφική. Η ιστορία τον συγκινούσε πιο πολύ. Η ιστορία της Ελλάδας γι’ αυτό ζωγράφιζε αρχαίους ήρωες, σκηνές από τη μυθολογία αλλά και τις μάχες και τους ήρωες του 21! Αλλά και εκεί δεν βρήκε την ηρεμία που ήθελε. Το δεύτερο ταξίδι του είναι στον Βόλο και στα χωριά τα όμορφα του Πηλίου. Γυρνάει παντού και ζωγραφίζει. Φοράει συνέχεια μια φουστανέλα, και για ένα πιάτο φαΐ, ζωγραφίζει τοίχους, σπίτια, μαγαζιά. Είναι τόσο φτωχός που ούτε χρώματα δεν έχει να αγοράσει. Τα φτιάχνει μόνος του από λουλούδια που μαζεύει και άλλα υλικά! Και είναι οι ζωγραφιές του θαρρείς και μιλάνε και διηγούνται ιστορίες! Ζώα και παράξενα, χρωματιστά φυτά, πουλιά παραδεισένια και φυσικά τα αγαπημένα του οι ήρωες της Επανάστασης. Μια μέρα τον φωνάζει ένας πλούσιος αφέντης, ο Γιάννης Κοντός, και τον παίρνει στο σπίτι του να το ζωγραφίσει. Κατάλαβε το ταλέντο του και αγάπησε την ψυχή του. Εκεί ο Θεόφιλος βρήκε παρηγοριά κάμποσα χρόνια και αφιερώθηκε στην αγάπη του, τη ζωγραφική. Μετά από πολλά χρόνια τον έπιασε νοσταλγία για την πατρίδα του τη Μυτιλήνη. Μάζεψε τα λιγοστά πράγματά του και γύρισε πίσω. Σε ένα μικρό δωματιάκι ζούσε. Ποτέ δεν ήθελε πολλά άλλωστε ο Θεόφιλος. Πήρε πάλι να γυρνά σε όλη τη Μυτιλήνη και να ζει από τη ζωγραφική του. Όπου τον καλούσαν και του έδιναν φαΐ και ένα ποτηράκι κρασί καθόταν και ζωγράφιζε.  Τα νέα για την τέχνη του έφθασαν μέχρι το Παρίσι. Εκεί ένας άλλος σημαντικός άνθρωπος από τη Μυτιλήνη, ο Στρατής Ελευθεριάδης ή Τεριάντ, βλέπει τα έργα του, ενθουσιάζεται και του παραγγέλνει πολλά! Επιτέλους η τύχη του χαμογελά. Τώρα έχει μπογιές και πινέλα για να ζωγραφίσει. Μα η μοίρα, τραγική για τον Θεόφιλο. Δεν πρόλαβε να δει να γίνεται διάσημος για τη ζωγραφική του. Τι ειρωνεία! Παραμονή της 25ης Μαρτίου, τη μέρα της εθνικής γιορτής, αυτή της γιορτής που τόσο λάτρευε να ζωγραφίζει τον βρήκαν νεκρό. Ήσυχα όπως έζησε, ήσυχα και πέθανε. Δίπλα του βρήκαν ένα κασελάκι, όλο ζωγραφισμένο με αυτά που αγαπούσε. Ήρωες της αρχαίας Ελλάδας και ήρωες από το 1821. Μέσα είχε τα δικά του αγαπημένα πράγματα: πινέλα, χρώματα, κάρτες και φωτογραφίες που του άρεσαν και έπαιρνε έμπνευση για τα δικά του έργα και ένα ημερολόγιο με σχέδια και ζωγραφιές του. Ο δικός του θησαυρός! Το έργο του τώρα είναι γνωστό και σπουδαίο. Είναι σε μουσεία και σε όλο τον κόσμο.

Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης…

«Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό». Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» του Οδυσσέα Ελύτη.
Ήταν 3 Ιουνίου 1961 και οι πίνακες του Θεόφιλου «μπαίνουν» στο Μουσείο του Λούβρου. Η έκθεση οφείλονταν στον Teriade, που προσέδωσε κύρος στο έργο του, κινώντας το ενδιαφέρον των διανοουμένων της εποχής. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τους πίνακες του αυτοδίδακτου αυτού καλλιτέχνη, του “παρθένου μαθητή των αισθήσεων”, ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη “έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο”. Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν “σοβατζή” και ‘’αχμάκη’’. Ο “εν ξιφήρεις” φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα. Έργα απλά, λαϊκά ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης, οι οποίοι θαύμαζαν τη πρωτοτυπία του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρήθηκε ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας.

 Θεόφιλος, λαϊκός καλλιτέχνης! Οπτικοακουστικό υλικό: Δείτε ένα βίντεο με τη ζωή του Θεόφιλου https://youtu.be/MzCZBNoLDe4 Απαντήστε στο quiz (ψηφιακό παιχνίδι) https://learningapps.org/display?v=ph7ypgy2321 Ακούστε ένα τραγούδι για τον Θεόφιλο: https://youtu.be/8EMTlc5ApsM Τίτλος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Στίχοι: Ανδρέας Εμπειρίκος Μουσική: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας Φύλλο εργασίας: Οι τίτλοι μπερδεύτηκαν https://bit.ly/3hvDZaY Φύλλο εργασίας: Ζωγραφίζω το άλλο μισό του πίνακα https://bit.ly/3CpaorV 

Ο Γιάννης Τσαρούχης θαύμαζε τον Θεόφιλο και μελέτησε ιδιαίτερα το έργο του, ενώ δεν τον συμπεριέλαβε, όπως άλλοι, στην κατηγορία των «Ναΐφ ζωγράφων». «Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνος, των οποίων το έμβλημα υπήρξε το "εφάμιλλον των ευρωπαϊκών"» θα γράψει. «Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη απ' αυτή στην οποία ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί κι οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί κι οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες.

 Ερωτόκριτος και Αρετούσα