Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Η ποίηση δοξάζει τη θάλασσα


ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
3.000 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Οδυσσέας Ελύτης. ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.


Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες

με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων  ...


«Ελληνικό καλοκαίρι»…
Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα                Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα



 ΤΟ  ΚΟΛΥΜΠΙ     ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ  ΣΟΛΩΜΟΣ

Tο παιδάκι όταν αρχίσει
Tο κολύμπισμα να μάθει,
O κολυμπιστής στα βάθη
Mε το χέρι το οδηγά, 
 .
Tο αφήνει, το προσέχει,
Kι αν ιδεί το οπώς δειλιάζει,
Eυθύς τρέχει και τ’ αρπάζει,
Kαι τον φόβο του ονειδά*.  



 
* ονειδά: περιπαίζει.


Να σ’αγναντεύω θάλασσα, Κώστας Βάρναλης

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,
οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Γιῶργος Θέμελης (1900 - 1976)



















.............................................................................................................................................
ΚΡΗΤΗ            -         Η Γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί 









 Archäologisches Museum von Sitia, Kreta, Griechenland
Μη αποκρυπτογραφημένη; 

Μινωική γλώσσα
Πινακίδες με κείμενα σε γραμμική Α, από τα αρχεία του ανακτόρου της Κνωσού ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗ

Η Γραμμική Α ανήκει σε μια ομάδα γραφών που είναι παρόμοια με τα ιερογλυφικά, αλλά εξελίχθηκαν ανεξάρτητα από τα αιγυπτιακά και μεσοποταμιακά συστήματα γραφής.

Κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., υπήρχαν τέσσερις κύριοι κλάδοι αυτού του αλφαβήτου: Γραμμική Α, Γραμμική Β, Κυπρομινωική και Κρητική ιερογλυφική.

Στη δεκαετία του 1950, οι αρχαιολόγοι αποκρυπτογράφησαν τη Γραμμική Β ως Μυκηναϊκή Ελληνική. Διαπίστωσαν ότι η Γραμμική Β μοιράζεται πολλά σύμβολα με τη Γραμμική Α και μπορεί να σημειώνουν παρόμοιες συλλαβικές τιμές.

https://www.youtube.com/watch?v=iePEw_cHp8s&t=275s

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Η μάχη στα Δερβενάκια

«Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συναθροίζει εις την Λίμνημ Λέρνην τους νικητές του Δράμαλη» - Έργο του σπουδαίου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Κεφαλά - Χατζημιχαήλ

«Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συναθροίζει εις την Λίμνημ Λέρνην τους νικητές του Δράμαλη» – Έργο του σπουδαίου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Κεφαλά – Χατζημιχαήλ

 

«Οταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση,δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαντα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος  μας είπε "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβαβατσέλα", αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας ηεπιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί,και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι,και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

Θ. Κολοκοτρώνης


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του σε ανάπαυση μετά τη μάχη στα Δερβενάκια







Η μάχη στα Δερβενάκια

Οι τελευταίες μέρες του Ιούλη του 1822 αποδείχτηκαν ιδιαίτερα κρίσιμες για την έκβαση της Επανάστασης του Εικοσιένα.

Στα μέσα του Ιούνη της ίδιας χρονιάς, ο Μαχμούτ Πασάς ή Δράμαλης, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, πιθανότατα επειδή είχε γεννηθεί στη Δράμα, επικεφαλής δεκάδων χιλιάδων άρτια οπλισμένου στρατού ξεκινάει από τη Λάρισα με κατεύθυνση προς την Πελοπόννησο. Μετά από σχεδόν ένα μήνα πορεία φτάνει στην Κόρινθο, αφήνοντας στο διάβα του φωτιά και καταστροφή και σπέρνοντας στους Έλληνες (και στην ελληνική κυβέρνηση) φόβο και πανικό…

Ο Κολοκοτρώνης στέλνει ανθρώπους του και πιάνουν τα στενά στα Δερβενάκια και στ’ Αγιονόρι, τα δυο μέρη όπου μπορούσαν να περάσουν οι εφοδιοπομπές του Δράμαλη από την Κόρινθο για τ’ Άργος. Και τότες άρχισαν τα βάσανα των Τούρκων. Αυτοί ελπίζανε πως στον πλούσιο Αργίτικο κάμπο θα πετυχαίνανε του κόσμου τα καλά και δε βρήκανε παρά μονάχα αποκαΐδια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βλέπουν τώρα τους δρόμους κομμένους, απ’ όπου μπορούσαν να διαβούν  από τη Θεσσαλία στην Κόρινθο κι απ’ αυτή στο Άργος. Μα κι η κυβέρνησή μας δεν έμεινε αργή. Θέλησε κάτι να κάνει να βοηθήσει τον αγώνα και σκέφτηκε… το μόνο που είχε στο μυαλό της, τους Εγγλέζους.

Και τότες ένα Ζακυνθινός υπαλληλος τους δίνει τούτο δω το πατριωτικό μάθημα:

-Κοιτάξετε τα καλά οπού μας κάμανε οι Εγγλέζοι σ’ εμάς τους νησιώτες. Μονάχα τ’ άρματα θα σώσουνε τους Έλληνες κι όχι οι προστασίες.

Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ο περίπατος του Δράμαλη γινόταν κόλαση. Έβραζε κατακαλόκαιρα μέσα στον Αργίτικο κάμπο τ’ ασκέρι του. Κι ολόγυρα στα βουνά ήταν οι δικοί μας. Οι τριάντα χιλιάδες νοματαίοι και τα πενήντα χιλιάδες άλογα, μουλάρια κι οι γκαμήλες δεν είχανε τίποτα να φάνε. Μήτε καν λίγο χορτάρι δεν απόμενε στη γης γι’ αυτά. Και το χειρότερο, τους έλειψε και το νερό. Εκείνη τη χρονιά, για την καλή μας τύχη, γνώρισε ο τόπος τέτοια αναβροχιά και ξηρασία που στίψανε, καθώς γράφει ο Φωτάκος, κι αυτά ακόμα τα κεφαλάρια. Ποιος να πρωτοπάρει από το λίγο νερό που είχανε τα πηγάδια; Δεν υπόφερναν μονάχα οι Τούρκοι από τη δίψα, μα κι οι δικοί μας βέβαια, ξέχωρα όσοι κλείστηκαν στο κάστρο του Άργους. Παίρνανε το λασπωμένο κατακάθι της στέρνας, το βάζανε σ’ έναν ντουρβά, τον κρέμαγαν, ξάπλωναν από κάτω, άνοιγαν το στόμα τους και περίμεναν να στάξει κόμπο στον κόμπο το νερό. 

Καλάνε μάζωξη οι εφτά πασάδες που διαφέντευαν το τούρκικο ασκέρι. Δυο πράματα τους απόμενε να κάνουν’ είτε να τραβήξουν για την Τριπολιτσά είτε να γυρίσουν πίσω στην Κόρινθο. Αποφασίζουν το δεύτερο. Μα τα στενά τα κράταγαν τώρα οι Κολοκοτρωναίοι, γιατί όταν τα πέρναγαν οι αγάδες μήτε καν φρόντισαν να τα πιάσουν, όπως θαρρούσαν πως τα πάντα θα σάρωναν μπροστά τους. Ο Δράμαλης στοχάζεται να ξεγελάσει τους δικούς μας να τα παρατήσουν. Στέλνει στο στρατόπεδό μας στους Μύλους το γραμματικό του, τον προδότη Παναγιώτη Μανούσο, μ’ ένα μπουγιουρντί όπου μ’ αυτό μας προσκαλούσε να προσκυνήσουμε. Τούτο στεκόταν το πρόσχημα, γιατί κι ο ίδιος πια δεν πίστευε, απ’ όσα έβλεπε, πως θα το πετύχαινε. Γύρευε άλλα πράματα. Να μάθει πόσοι ήταν οι δικοί μας και ποιο το κουράγιο τους και να μας ξεστρατίσει για τους αληθινούς σκοπούς του. Ο Μανούσος, αφού τους έδωσε το μπουγιουρντί του πασά, τους λέει τούτα δω τα λόγια:

-Θέλω τώρα να σας πω ένα μυστικό. Δουλεύω από χρόνια τον πασά, μα είμαι χριστιανός και γι’ αυτό έχω χρέος να σας φανερώσω τι στοχάζεται να κάνει. Θα τραβήξει για την Τριπολιτσά και να τρέξετε όλοι εκεί να τόνε μποδίσετε. Στ’ όνομα του Χριστού και της Παναγίας σας ορκίζουμαι πως αυτά που σας είπα είναι η πάσα αλήθεια.

Τα ’χαψαν όλοι οι άλλοι, εξόν από έναν, τον Κολοκοτρώνη. Τον ευχαρίστησαν και του λένε ν’ αποτραβηχτεί για να κουβεντιάσουν.

-Αυτά που μας αράδιασε ο προδότης, τους λέει ο Γέρος του Μοριά, είν’ όλα ψέματα.

-Πού το στηρίζεις; τόνε ρωτάνε.

-Σ’ ό,τι κρένει ο νους μου. Στα χάλια που βρίσκεται τώρα ο Δράμαλης, με τόσες χιλιάδες ανθρώπους και ζα, τι θα πάει να κάνει στην Τριπολιτσά; Τι θα βρει να φάει εκεί; Δεν τ’ απομένει άλλο τίποτα, παρά να γυρίσει στην Κόρινθο.

Οι άλλοι όμως πιστεύουν στα λόγια του Μανούσου.

-Δε γίνεται να μας είπε ψέματα και να κάνει τόσους όρκους· .

Ε, δεν κρατιέται πια ο Κολοκοτρώνης. Πετιέται πάνω και τους λέει:

-Εγώ δεν αφήνω τους Τούρκους να περάσουν αντουφέκιστοι από τα Δερβενάκια. Φεύγω. Μείνετε σεις εδώ και κάνετε ό,τι θέτε.

Την άλλη μέρα, 26 του Ιούλη 1822, συνάζει τ’ ασκέρι να το μετρήσει. Βρέθηκαν να ’ναι 2.350 όλοι κι όλοι. Και να, ακούνε να ρίχνουνε ντουφέκια τα καραούλια και ν’ ανάβουνε φωτιές στα γύρω βουνά, ιδεάζοντας τους δικούς μας, όπως είχανε συμφωνήσει, πως φάνηκαν τα φουσάτα των πασάδων να ’ρχουνται για τα Δερβενάκια.

-Έλληνες, φωνάζει στα παλικάρια ο Κολοκοτρώνης, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε! Απόψε στ’ όνειρό μου ήρθε η Τύχη της πατρίδας μας και με βρήκε- μου ’πε πως θα σταθούμε νικητές και πως άλλη νίκη καλύτερη απ’ αυτή ούτε κάναμε ούτε θα ματακάνουμε. Και θα μοιράσετε το φλουρί με το φέσι, γιατί θα πέσουνε στα χέρια μας οι θησαυροί του Αλή πασά, που κουβαλάνε τούτοι οι Τούρκοι μαζί τους. Δικά μας χρήματα είναι, βρε, που τα πήραν από τους ραγιάδες οι τύραννοι. Αύριο θα σας δω όλους να ’χετε στα ζωνάρια σας χρυσά κι ασημένια άρματα, καβάλα σ’ άλογα και λαμπροφορεμένους με τις φορεσιές των αγάδων. Παγαίνετε τώρα να πάρετε το ταΐνι σας, να φάτε, να ετοιμαστείτε και να ’ρθείτε εδώ να ξεκινήσουμε όλοι μαζί.

Και «τους εξεκίνησεν» όπως γράφει ο Φωτάκος «με τραγούδια και με χαρές. Τούς έκανε νά χλιμιντρούν ωσάν βαρβάτα άλογα».

Οι Αρβανίτες, που ήταν η μπροστινέλα του οχτρού, άμα φτάσανε στα Δερβενάκια είδαν πως το Παλιόχανο και τις Κουμαριές τα κράταγαν οι δικοί μας.

-Αφήστε μας, ωρέ Ρωμιοί, τους φωνάζουν, να περάσουμε και σας τάζουμε, μπέσα για μπέσα, να φύγουμε από το Μόριά.

Οι Έλληνες είχανε πάρει διαταγή από τον Κολοκοτρώνη να μην τραβήξει κανείς προτού δώσει το πρόσταγμα. Ήθελε, από τη μια, να στριμωχτούν κι οι άλλοι που φτάνανε από πίσω μέσα στο στενό και, από την άλλη, ν’ αρχίσει ο πόλεμος άμα θα βρισκόταν ο ήλιος προς τη δύση του, να τον έχουν οι Τούρκοι κατάματα να μη μπορούν να σημαδέψουν. Πιάσανε λοιπόν λακριντί με τους οχτρούς και με το τούτο ίσως να γίνεται και με το άλλο στάσου να το μελετήσουμε, κύλαγε η μέρα. Δεν απόμεναν πια παρά τέσσερις ακόμα ώρες να νυχτώσει.

Και τότες αντιλάλησε μέσα στο φαράγγι η φωνάρα του Κολοκοτρώνη:

-Πάνω τους, Έλληνες, και μη φοβόσαστε! Σκοτώστε όσους θέτε απ’ αυτούς.

Με μιας ολούθε γύρω ξυπνάνε τα βράχια, οι πατουλιές, τα παλιούρια4, τα χαμόκλαδα, τα σκίνα. Από παντού κραυγές κι από παντού φωτιά. Τα δοξασμένα παλιοσίδερα του Εικοσιένα, τ’ αθάνατα καριοφίλια, ξερνάνε το θάνατο. Πήχτρα η Τουρκιά – πεζούρα, ντελήδες, άλογα, μουλάρια, γκαμήλες. Πέφτουν, σωριάζουνται, τσαλαπατιούνται, γκρεμίζουνται. Τους κόβεται κάθε ορμή και κάθε θάρρος. Γυρεύουν να φύγουν κατά τον Άη Σώστη, με την ελπίδα να περάσουν να σωθούν. Ο Γέρος πάνω από τη ράχη του βουνού αγνάντευε τον πόλεμο και γκάρδιωνε τα παλικάρια με τις φωνές του (…).

Ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης κι ο Παπαφλέσσας βρίσκονταν στο Αγιονόρι. Άμα πήρανε το γράμμα που τους έστειλε ο Κολοκοτρώνης να πιάσουνε τον Αη Σώστη, με μιας τρέχουν κατά κει. Στ’ αναμεταξύ οι Τούρκοι, παρατώντας άλλοι τα ζα τους κι άλλοι τα χαλαμπαλίκια τους, φτάνουν στην Παναγόραχη όπου δέχουνται ένα καινούργιο ντουφέκι από τα πλάγια. Δέκα χιλιάδες οχτροί, αφήνοντας πίσω τους σωρούς τους σκοτωμένους και τους λαβωμένους, πρόλαβαν κι έφτασαν στον Αη Σώστη, διάβηκαν και γλίτωσαν. Απόμενε μιάμιση ώρα ακόμα να νυχτώσει, σαν έφτασε ο Νικηταράς στον Αη Σώστη. Πιάνει τα ψηλώματα κι αρχίζει το ντουφέκι. Όσοι Τούρκοι βρίσκονταν ακόμα στα στενά κλείστηκαν πια σαν σε φάκα. Χτυπιούνται από μπροστά, από τα πλάγια, από πίσω.

(…) Όταν έφεξε η άλλη μέρα, τέσσερις χιλιάδες οχτροί, από το περήφανο ασκέρι των εφτά πασάδων, κοίτονταν νεκροί από τα Δερβενάκια ως τον Αη Σώστη. Μα κι όσοι γλίτωσαν είχαν τα κακά τους χάλια, γιατί οι πιότεροι αναγκάστηκαν στο ξέφρενο φευγιό τους να πετάξουν ντουφέκια, μπιστόλες, γιαταγάνια, το καθετί. Κι οι δικοί μας, καθώς το είπε ο Κολοκοτρώνης, λαμπροστολίστηκαν με τ’ άρματα των Τούρκων που γύρευαν να τους σκλαβώσουν.

Τα Δερβενάκια όμως δε στάθηκαν το τέλος. Γιατί ο Δράμαλης κι οι αποδέλοιποι πασάδες, που έρχονταν πίσω από τους άλλους, περιτριγυρισμένοι από δέκα χιλιάδες νοματαίους, σαν είδαν τι πάθαιναν οι μπροστινοί, στάθηκαν και πισωγύρισαν στ’ Ανάπλι. Από δυο δρόμους μπορούσαν να περάσουν’ από τα Δερβενάκια και τ’ Αγιονόρι. Κάνουνε σύναξη οι δικοί μας κι αφού έδωσε ο ένας στον άλλον συχαρίκια για τη μεγάλη νίκη, αποφασίζουν να κρατήσει ο Κολοκοτρώνης τα Δερβενάκια κι ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης κι ο Παπαφλέσσας τ’ Αγιονόρι. Ο Γιατράκος, ο Τσώκρης κι ο Σέκερης θα πιάνανε, με τα στρατεύματα που απόμεναν στο Κεφαλάρι, το Χαρβάτι σιμά στις αρχαίες Μυκήνες. Θ’ άφηναν τους Τούρκους να περάσουν, είτε από τον ένα δρόμο τράβαγαν είτε από τον άλλο, και θα τους ρίχνονταν από πίσω. Αν τούτο το σχέδιο έμπαινε σε πράξη κανείς δε γλίτωνε· ο Δράμαλης κι οι άλλοι πασάδες πέφτανε στα χέρια μας. Κατά δυστυχία μας όμως ο Γιατράκος γύρευε, λέει, διαταγή της κυβέρνησης, που ήτανε πάνω στα καράβια, για να πιάσει εκείνο το πόστο. Έτσι, όταν το τούρκικο ασκέρι έφτασε, στις 28 του Ιούλη, στο Μπερμπάτι, δε βρήκε μήτε ρουθούνι δικό μας. Τραβάει τότες να διαβεί από τ’ Αγιονόρι. Μα να, σε λίγο έρχεται μήνυμα από τη μπροστινέλα, πως τα στενά ήταν πιασμένα από γκιαούρηδες. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ν’ αλικοντίσουν πάλι, λιώνανε από την πείνα. Αποφασίζουν να περάσουν με γιουρούσι. Αρχίζουν τους ντουάδες οι ντερβισάδες και τα ρετζάλια τρέχουν πάνω-κάτω να φανατίσουν τ’ ασκέρι.

– Οσμανλήδες! φώναζαν, χίλιοι κλέφτες μπροστά (και πραγματικά τόσοι ήταν). Ριχτείτε πάνω τους και πιάστε τους με τα χέρια!

Προχωράνε ορντινιασμένοι, χτυπάνε τους δικούς μας, σκοτώνουν ίσαμε εξήντα και πατάνε τα πρώτα ταμπούρια μας. Αποτραβιούνται στα ψηλώματα, σε πιο δυνατές θέσεις, ελπίζοντας πως θα ’τρεχε ο Γιατράκος από το Χαρβάτι να τους βοηθήσει. Μα κανείς από πουθενά δε φαινόταν. Ο Νικηταράς βλέπει μια φορτωμένη γκαμήλα και καταλαβαίνει, από τον τρόπο που ήτανε φτιαγμένα τα τσουβάλια, πως είχανε μέσα μπαρούτι. Τραβάει μια ντουφεκιά πάνω σ’ αυτά, παίρνουνε φωτιά, τινάζεται η γκαμήλα στον αέρα, αφηνιάζουν ολόγυρα τα ζα, αναποδογυρίζουν τους οχτρούς και τους τσαλαπατάνε. Αδράχνουν την περίσταση οι δικοί μας, γυμνώνουν τα σπαθιά, ροβολάνε τον κατήφορο και πέφτουν πάνω στην Τουρκιά θερίζοντάς την. Ο Νικήτας Φλέσσας πιάνεται στα χέρια με τον Τοπάλ πασά, παλιό Μεγάλο Βεζίρη. Θεριακωμένοι άντρες κι οι δυο πάλευαν δίχως να μπορεί να βάλει ο ένας τον άλλονε κάτω. Ώσπου κάποιος λεβέντης, Ζάγουρα τόνε λέγανε, χώνεται ανάμεσά τους και μπήγει το μαχαίρι του στην κοιλιά του Μεγάλου Βεζίρη. Ο Δράμαλης, παρατώντας όλα τα πολύτιμα πράματά του και πετώντας το μεγαλόπρεπο τουρμπάνι από το κεφάλι του, για να μη γνωρίζεται, πέρασε καβάλα πάνω σε γαϊδούρι! Χίλιοι οχτροί σκοτώθηκαν στ’ Αγιονόρι. Μα τι θησαυροί ήταν εκείνοι όπου παράτησαν πίσω τους για να σωθούν!

(…) Έπειτα από τη μεγάλη νίκη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης μπλοκάρει από παντού τους Τούρκους που σε τέτοια χάλια φτάσανε στην Κόρινθο. Και το τρανό ασκέρι των εφτά πασάδων μέρα με την ημέρα λιώνει. Σε λίγο πεθαίνει ο Δράμαλης.Από τις 30.000 που ήρθανε να μας σκλαβώσουν μονάχα πέντε χιλιάδες μπόρεσαν να σωθούν, το Γενάρη του 1823, πάνω στα καράβια του Γιουσούφ πασά, που φτάσανε την τελευταία στιγμή και τους πήρανε, όταν πια ήταν έτοιμοι να παραδοθούν.

Η Επανάσταση είχε σωθεί. Και σώθηκε απ’ αυτούς που κυνήγαγαν οι κυβερνήτες μας για προδότες. Ο λαός ανεβάζει στα ουράνια τον Κολοκοτρώνη κι η Πελοποννησιακή Γερουσία, κάτω από την κοινή βουή κι απαίτηση, τον κάνει αρχιστράτηγο του Μοριά. Τα ίδια γίνηκαν και στη Στερεά Ελλάδα. Πάνω στην Ακρόπολη ο λαός βάζει αρχιστράτηγο της Ρούμελης τον Αντρούτσο. Οι πολιτικάντηδες κι οι κοτζαμπάσηδες λούφαξαν.

 Δημήτρης Φωτιάδης ,θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής αρχαίων κλασικών, ιστοριογράφος






Αναγνωστικό της έκτης (Στ’) Δημοτικού του 1952… 

«Το Τσοπανάκι»… 

Όταν άρχισε η μάχη στα Δερβενάκια, ένα τσοπανάκι λεροφορεμένο, άοπλο, αλλά με μάτια γοργοκίνητα, με τη μαγκούρα του την ποιμενική, πλησίασε στο μέρος που ήταν ο Κολοκοτρώνης κι έβλεπε κι αυτό με περιέργεια και θαυμασμό τον πόλεμο που γινόταν παρακάτω.
Ο Κολοκοτρώνης παρατήρησε τον θαυμασμό του και τα έξυπνα και ζωηρά μάτια του και του είπε:
Τι στέκεσαι και δεν πας κι εσύ να πολεμήσεις βρε Έλληνα;
Δεν έχω άρματα καπετάνιε!
Έχεις τη μαγκούρα σου, άρμα είναι κι αυτή, να! Πήγαινε να σκοτώσεις κανένα εχθρό μ’ αυτή, να πάρεις τ’ άρματά του και ν’ αρματωθείς και να φορέσεις τα ρούχα του.
Μα λες;
Και χωρίς να χάσει καιρό, πηδώντας με τη βοήθεια της μαγκούρας του – όπ! όπ! – ανακατεύτηκε με τους πολεμιστές. Το βράδυ,, όταν τελείωσε η μάχη, ένοπλος και αγνώριστος με ρούχα κάποιου Τούρκου που είχε σκοτώσει, ξαναστάθηκε επιδειχτικά εμπρός στον Κολοκοτρώνη.
Τι είσαι συ βρε; Τον ρώτησε ο αρχιστράτηγος.
Δεν με γνωρίζεις καπετάνιε; Εγώ είμαι που μ’ έστειλες το μεσημέρι να πολεμήσω με τη μαγκούρα, με την προσταγή σου και με την ευχή σου, καπετάνιε, έκανα όπως μου είπες». (Αναγνωστικό έκτης Δημοτικού 1952).


Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

επαναληψη ΓΛΩΣΣΑ-ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ-ΣΧΟΛΕΙΟ

 Η ΝΤΙΝΤΟΝ, Ο ΠΑΒΕΛΑΚΗΣ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ  Στη χώρα μας, την Κοντοτροζία, κατοικούν Κοντέζοι και Τροντέζοι. Οι Κοντέζοι είμαστε εμείς, ο  μπαμπάς,  η  μαμά,  η  Μελίνα,  η  γιαγιά,  εγώ  και  άλλοι  πολλοί.  Μιλούμε  τη  δικιά  μας  γλώσσα  και έχουμε διαφορετική θρησκεία από τους Τροντέζους. Γι’ αυτό έχουμε και τα δικά μας σχολειά. Πολλοί  Τροντέζοι όμως ξέρουν τη γλώσσα μας. Το ίδιο και πολλοί από μας ξέρουν τη γλώσσα των Τροντέζων. Τα  σπίτια  και  τα  περβόλια  μας  είναι  πλάι  πλάι. Μια  μέρα  ρώτησα  τον  μπαμπά  γιατί  να  μην  έχουν  άλλο χρώμα τα πορτοκάλια των Τροντέζων και κείνος γέλασε. «Γιατί είναι κι αυτά πορτοκάλια. Αυτό  μας έλειπε!», μου είπε αυστηρά. 

–  Παύλο, Παύλο, ακούω μια φωνή πίσω  μου. Είναι ο Βρόντης και η Τέιζη, η μικρή του αδελφή. Πιο πίσω έρχεται ο Ντοσίρ. 

  – Μπα, για πού το ’βαλες, Τέιζη; τη ρωτώ. – Για το σχολειό, δε βλέπεις; αποκρίνεται και μου γυρίζει την πλάτη για να δω τη σάκα της.

 – Σαν πολύ μεγάλη δε σου φαίνεται; της αστειεύομαι. 

–  Στο  δικό  μας  το  σχολειό  μαθαίνουμε  πολλά  γράμματα.  Αλίμονο  αν  μαθαίναμε  τόσα  λίγα  όσα  οι  Κοντέζοι! λέει η Τέιζη.

     Δεν  πρόλαβε  η  Τέιζη  να  τελειώσει  την  κουβέντα  της  και  ο  Ντοσίρ  που  άκουσε  τι  έλεγε,  της  τραβάει την κοτσίδα με δύναμη.

 – Άλλη φορά να μη λες ανοησίες, ακούς; της θυμώνει ο Ντοσίρ.       Ο Βρόντης βάζει μια τρικλοποδιά στον Ντοσίρ και αυτός πέφτει φαρδύς πλατύς κάτω. Αρπάζει  την  Τέιζη  από  το  χέρι  και  το  βάζουν  στα  πόδια.  Στο  μεταξύ  καταφθάνουν  και  άλλα  παιδιά, Τροντεζάκια και Κοντεζάκια. Κάνουν έναν κύκλο γύρω από τον Ντοσίρ και μένα. 

– Τι πάθατε;

 – Τι συμβαίνει; 

– Γιατί σε χτύπησε; Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή.

 – Τίποτα, τίποτα, λέει ο Ντοσίρ ξαναμμένος, ενώ σηκώνεται από χάμω. Όλοι γυρίζουν σε μένα.

 – Τίποτα, λέω ξερά και σηκώνω τους ώμους. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να τους εξηγήσω τι έγινε. Δεν είπα όμως τίποτα. 

                      Φιλίσα Χατζηχάννα,  Η Ντιντόν, ο Παβελάκης μου κι εγώ ,                                             εκδ. Ψυχογιός,  Αθήνα, 1995 (διασκευή)

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ  1. Βάλτε Σ στο τέλος κάθε σωστής πρότασης και Λ στο τέλος κάθε λανθασμένης.  

 Οι Κοντέζοι και οι Τροντέζοι έχουν την ίδια θρησκεία. ............................

Ο Παύλος είναι Κοντέζος.   ..................

Ο Βρόντης, ο Ντοσίρ και η Τέιζη είναι Τροντέζοι.  .........

 Τα παιδιά επιστρέφουν από το σχολείο.  ..................

 2. Τι νομίζετε ότι εννοεί ο πατέρας του Παύλου όταν λέει: «Γιατί είναι και αυτά πορτοκάλια. Αυτό  μας έλειπε!»; _________________________________________________________________________________ _________________________________________________________________________________ _________________________________________________________________________________ 3. Γράψτε τι δείχνουν οι υπογραμμισμένες λέξεις (χρόνο, τόπο, αιτία, τρόπο).    α) Πέφτει φαρδύς πλατύς κάτω.  ______________    

  β) Της τράβηξε την κοτσίδα με δύναμη.   _____________ 

4. Μεγαλώστε τις προτάσεις με βάση το κείμενο έτσι ώστε να δείχνουν: 

α) σκοπό:  Τα παιδιά έκαναν έναν κύκλο γύρω από τον Ντοσίρ και τον Παύλο ___________________ ___________________________________________________________________________ 

β) αιτία:   Ο Ντοσίρ τράβηξε την κοτσίδα της Τέιζη ________________________________________ __________________________________________________________________________ 

 5. «Η  αλήθεια  είναι  ότι  ήθελα  να  τους  εξηγήσω  τι  έγινε.  Δεν  είπα  όμως  τίποτα.»  Γράψτε  τι  θα  μπορούσε να είχε πει ο Παύλος στα παιδιά σχετικά με το τι είχε γίνει.________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________________  __________________________________________________________________________  __________________________________________________________________________ ________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________________  __________________________________________________________________________ 


Η ΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ  


    Οι  αρχαίοι  Έλληνες  τιμούσαν  τους  θεούς  τους  προσφέροντάς  τους  θυσίες.  Ακολουθούσαν  ειδικό τελετουργικό και χρησιμοποιούσαν ιερά σκεύη. Κατά την ιερή τελετουργία, έκαναν σπονδές* με κρασί, προσέφεραν τους πολυτιμότερους καρπούς και θυσίαζαν ζώα. Τα μέρη του ζώου που δεν  τρώγονταν προσφέρονταν στους θεούς και καίγονταν στη φωτιά του βωμού. Τα υπόλοιπα ψήνονταν  και τρώγονταν από τους Αθηναίους στο πανηγύρι που ακολουθούσε τις θυσίες. 

  Η  ζωφόρος  του  Παρθενώνα  είναι  μία  μακριά  λωρίδα  με  ανάγλυφες  παραστάσεις.    Είναι  σκαλισμένη περιμετρικά  στο ψηλότερο  σημείο  του  τοίχου  του κυρίως ναού. Απεικονίζει  την πομπή  των  Αθηναίων  προς  την  Ακρόπολη  που  γινόταν  κάθε  τέσσερα  χρόνια  προς  τιμήν  της  θεάς  Αθηνάς.   Στη  βόρεια και  τη νότια πλευρά  της  ζωφόρου εικονίζονται  τα  ζώα  για  τη  θυσία,  βόδια και κριάρια, που  προχωρούν  με  τους  οδηγούς  τους.  Οι  οδηγοί  των  ζώων  φορούν  μακριά  ιμάτια  δεμένα  με διάφορους τρόπους. Κάποιοι τα έχουν περάσει γύρω από τους ώμους τους και άλλοι είναι τυλιγμένοι  ολόκληροι με αυτά. Ακολουθούν άνδρες που κρατούν στα χέρια τους δίσκους με προσφορές στη θεά  και νέοι που μεταφέρουν βαριά αγγεία με το νερό που είναι απαραίτητο για τη θυσία. Ακολουθούν  οι  μουσικοί  με  αυλούς  και  κιθάρες.  Στη  συνέχεια  απεικονίζονται  ηλικιωμένοι  άνδρες  που  κρατούν  κλαδιά ελιάς.    

        Η πομπή της θυσίας συνεχίζεται στην ανατολική πλευρά. Η πλευρά αυτή της ζωφόρου είναι η  ιερότερη  και  για  αυτό  εδώ  δεν  απεικονίζονται  ζώα.  Είναι  επίσης  η  μόνη  πλευρά,  στην  οποία  συμμετέχουν  γυναίκες.  Κρατούν  τελετουργικά  σκεύη  για  τη  θυσία,  φιάλες  για  προσφορές  και  θυμιατήρια. 

  *  τελετουργικές πράξεις κατά  τις οποίες οι αρχαίοι Έλληνες έχυναν στη γη κρασί ή άλλο υγρό προς  τιμήν  του  θεού  Κ. Χατζηασλάνη & Σ. Μαυρομάτης, 28η  Εκατομβαιώνος. Μια μέρα με τη ζωφόρο του Παρθενώνα, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού, Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης,   Τομέας Ενημέρωσης & Εκπαίδευσης, Αθήνα, 2004 (διασκευή) http://www.parthenonfrieze.gr/#/view/tour4

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ  

 1. Συμπληρώστε τις προτάσεις σύμφωνα με το κείμενο.      

 Οι  νέοι  μεταφέρουν  αγγεία  που  περιέχουν  ___________________________________________   Οι άνδρες κρατούν στα χέρια τους δίσκους με  __________________________________________ 

2.  Υπογραμμίστε  στο  κείμενο  που  ακολουθεί  τα  ουσιαστικά  που  αναφέρονται  σε  θρησκευτική  τελετή.

 Οι  αρχαίοι  Έλληνες  έκαναν  θυσίες  ζώων.  Κατά  την  ιερή  τελετουργία  χρησιμοποιούσαν  ειδικά  σκεύη και προσέφεραν σπονδές.

3. Πού είναι σκαλισμένες οι παρακάτω μορφές σύμφωνα με το κείμενο; 

Αντιστοιχίστε κατάλληλα.   

 νέοι που κουβαλούν νερό για τη θυσία  ●              ●  βόρεια και νότια πλευρά της ζωφόρου   

           γυναίκες με θυμιατήρια ● 

       βόδια και κριάρια ●                                             ●  ανατολική πλευρά της ζωφόρου

     μουσικοί με αυλούς και κιθάρες  ●                           


       4. Ξαναγράψτε τις προτάσεις αντικαθιστώντας τις υπογραμμισμένες λέξεις με συνώνυμες χωρίς να  αλλάξετε το νόημά τους.

 Οι Έλληνες στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν πολύτιμα σκεύη για τις τελετές τους.   _________________________________________________________________________

 Η ζωφόρος του Παρθενώνα απεικονίζει την πομπή των Αθηναίων προς την Ακρόπολη.    __________________________________________________________________________                                     

  5. Η παρακάτω παράσταση είναι από τη βόρεια ζωφόρο και απεικονίζει νέους άνδρες να οδηγούν  τα ζώα στη θυσία.

 Φανταστείτε ότι συμμετέχετε κι εσείς στην πομπή και είστε ένας από αυτούς  τους νέους. Γράψτε τι βλέπετε, τι ακούτε, τι αγγίζετε, τι νιώθετε, τι σκέφτεστε.    

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Η Βροχούλα, ο Μουντζούρης κι ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο -για την ΤΕΤΑΡΤΗ-ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

 

Ένα παραμύθι για την αισιοδοξία και την αγάπη!

Βρισκόμαστε σε μία χιονισμένη πολιτεία, το 1920.

Η Χιονούλα είναι μία άσπρη, πιτσιλωτή γάτα, χωρίς αφεντικό, που αγαπούσε πολύ τη ζωή. Στην άλλη άκρη της γης ζούσε ένας μικρός κατάμαυρος σκύλος, ο Mουτζούρης. Τα κρύα αυτά Χριστούγεννα, έψαχναν και οι δύο έναν τρόπο να προφυλαχτούν. Ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο, αλλάζει τα Χριστούγεννά τους για πάντα.






Η Βροχούλα, ο Μουντζούρης

κι ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο 


Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1920 ένας τρελός χιονιάς ξάφνιασε ολόκληρη τη γη. Χιόνιζε και χιόνιζε ασταμάτητα. Όσοι είχαν ζεστά ρούχα και φωτιά ήταν ευτυχισμένοι. Κι οι γάτες τους, ευτυχισμένες κι αυτές. Οι γάτες όμως των φτωχών —και δεν ήταν λίγοι οι φτωχοί εκείνα τα Χριστούγεννα του 1920— οι γάτες, λοιπόν, των φτωχών τουρτούριζαν κι όλο στον ύπνο το 'ριχναν για να ξεχνούν την πείνα τους.


Υπήρχαν όμως και χειρότερα. Σε μια χιονισμένη πολιτεία ζούσε η Βροχούλα, μια άσπρη γάτα με καφετιές πιτσίλες, που ούτε πλούσιο είχε γι' αφεντικό ούτε καν τον πιο φτωχό απ' τους φτωχούς. Μόνη κι αδέσποτη... Στο δρόμο την έβρισκαν οι μέρες και οι νύχτες. Κοιμότανε στο δρόμο κι έτρωγε —άμα έτρωγε— ό,τι της λάχαινε. Έτσι πορευόταν η Βροχούλα. Κι επειδή πίστευε πως είν' ωραία η ζωή και πως, δεν μπορεί, θα 'ρθουν καλύτερες μέρες, όπως άκουγε τους ανθρώπους να λεν συχνά πυκνά, δε βαρυγκομούσε*. Με τόσο χιόνι όμως —τι χιόνι ήταν και τούτο!— τα 'χασε. Ξεπάγιασαν τ' αυτιά της κι η μουσούδα της. Κι οι πατούσες της ξεπάγιασαν κι αυτές. Πάει, σκεπάστηκαν κι οι σκουπιδοντενεκέδες μ' ένα πάπλωμα χιόνι, βαρύ, ασήκωτο.

«Πάλι νηστική θα μείνω χριστουγεννιάτικα», νιαούρισε τουρτουρίζοντας. Κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που το νιαούρισμά της έμοιαζε κάπως με παράπονο.


Στην άλλη άκρη της γης, σε μια άλλη χιονισμένη πολιτεία, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι είχαν άλλο χρώμα, ζούσε ο Μουντζούρης, ένας μικρός κατάμαυρος σκύλος. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στις στέγες των σπιτιών. Λες κι ήτανε κεραμιδόγατος. Δεν είχε αφεντικό κι αυτός, κι όπως η Βροχούλα, ανήμερα Χριστούγεννα, είχε ξεπαγιάσει και χάιδευε ολοένα με τα μπροστινά του πόδια την άδεια του κοιλιά, σαν να 'θελε να την παρηγορήσει. Ζητώντας λίγη ζεστασιά κουλουριάστηκε πλάι σε μια καμινάδα ο Μουντζούρης. Κι έτσι όπως έπεφτε πυκνό το χιόνι, έπρεπε κάθε τόσο να τινάζει απ' τη ράχη του τις νιφάδες, αν ήθελε να μη γίνει σαν το χιονάνθρωπο της κεντρικής πλατείας.

 


Την ίδια ώρα η Βροχούλα, στην άλλη πολιτεία, τρύπωνε σε μια ξεχαρβαλωμένη μπότα. Την είχε ανακαλύψει πεταμένη σ' ένα υπόστεγο με καυσόξυλα κι έτρεξε γραμμή να λουφάξει μέσα της. Νύχτωνε τώρα.

«Εδώ θα κάνω Χριστούγεννα», συλλογίστηκε. Κι ένιωσε μάλιστα τυχερή, γιατί ποιος ξέρει πόσες γάτες με τέτοια παγωνιά θα λαχταρούσαν μια ξεχαρβαλωμένη μπότα. Μισόκλεισε τα μάτια η Βροχούλα κι αφέθηκε σιγά σιγά να χαζεύει το φωτισμένο παράθυρο στ' αντικρινό σπίτι. Έβλεπε δώρα και παιχνίδια να βαραίνουν στα κλαριά του χριστουγεννιάτικου δέντρου, πιατέλες με φαγητά κι άλλες πιατέλες με γλυκίσματα να περνούν από χέρι σε χέρι, και δυο παιδιά να χοροπηδούν χτυπώντας παλαμάκια. Και τραγουδούσαν τα παιδιά κι είχαν τα μάγουλά τους αναψοκοκκινισμένα απ' τη ζέστη.

«Α... να 'μουν κι εγώ εκεί!», πεθύμησε η Βροχούλα. Και καθώς γέμιζε ο νους της μ' ένα σωρό τέτοιες γλυκές σκέψεις, βάρυναν τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στη μακρινή πολιτεία, στην άλλη άκρη της γης, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι είχαν άλλο χρώμα, αποκοιμιόταν κι ο Μουντζούρης με τη ράχη κολλημένη στην καμινάδα. Κι η καμινάδα ανέβαζε απ' τη σάλα χαρούμενες παιδιάστικες φωνές και ζεστασιά κι ευωδιές από ψητά που του γαργαλούσαν τα ρουθούνια. Ήρθαν, λοιπόν, και στο δικό του νου οι ίδιες γλυκές σκέψεις, οι ίδιες ακριβώς. Γιατί κι αυτός τουρτούριζε, πεινούσε κι αυτός και, τέλος πάντων, τι Χριστούγεννα ήταν πάλι και τούτα, μόνος πάνω στα κεραμίδια...


Αν όμως ήρθαν έτσι ανάποδα τα πράγματα, δε θα 'μεναν έτσι. Απ' το χριστουγεννιάτικο ουρανό, που 'ναι γεμάτος αγγελάκια μ' ασημένιες φτερούγες, για ν' ακούνε κάθε λογής ευχές κι επιθυμίες, ξεγλίστρησε ένα μικρό χριστουγεννιάτικο όνειρο και τύλιξε απαλά τη Βροχούλα και το Μουντζούρη. Τους τύλιξε και τους δυο μαζί, γιατί αποκοιμήθηκαν κι οι δυο την ίδια ακριβώς στιγμή, με τις ίδιες γλυκές σκέψεις στο μυαλό, τις ίδιες ακριβώς.

Κι είχε μέσα του το μικρό όνειρο ένα ζεστό σπίτι, και μες στο σπίτι μια φαμίλια με παιδιά κι όλοι γύρω τριγύρω απ' το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Καλό το φαγητό κι η ζεστασιά καλή, χόρτασαν και χάδια ο Μουντζούρης κι η Βροχούλα, όμως απ' όλα πιο καλό ήταν που συναντήθηκαν στο ίδιο χριστουγεννιάτικο όνειρο.

Κι ως φαίνεται, αγάπησε πολύ ο Μουντζούρης τη Βροχούλα, τον αγάπησε κι η Βροχούλα το ίδιο πολύ, το ίδιο ακριβώς, γιατί σαν τέλειωσε το όνειρο και ξύπνησε εκείνος πλάι στην καμινάδα πάλι μόνος, κι εκείνη μόνη μες στην ξεχαρβαλωμένη μπότα, άφησαν κι οι δυο τους από ένα βαθύ αναστεναγμό. Θα πρέπει μάλιστα ν' αγαπηθήκανε, όπως λεν, παράφορα, αφού την ίδια κιόλας μέρα ξεκίνησε ο Μουντζούρης απ' τη μακρινή πολιτεία στην άλλη άκρη της γης να ψάξει τη Βροχούλα. Με τον ίδιο σκοπό πήρε κι αυτή τους δρόμους... Και βέβαια τέτοιες ιστοριούλες πρέπει να 'χουν αίσιο τέλος. Έτσι δεν είναι; Μετά από χίλια βάσανα, κούραση, αγρύπνιες κι ένα σωρό κινδύνους, σμίξανε επιτέλους τα επόμενα Χριστούγεννα κοντά σ' ένα χωριό έξω απ' την Κατερίνη.

* βαρυγκομούσε (βαρυγκομώ): παραπονιόταν



Ερωτήσεις - Δραστηριότητες: 

  1. Ο Μουντζούρης και η Βροχούλα διαθέτουν γνωρίσματα που θυμίζουν ανθρώπινους χαρακτήρες; Ποια είναι αυτά;
  2. Τι λέτε, η διαφορετική γλώσσα, η θρησκεία και το χρώμα είναι λόγοι που μπορούν να εμποδίσουν δυο ανθρώπους να γνωριστούν και να ζήσουν μαζί; 
  3. Ο συγγραφέας μάς πληροφορεί στον πρόλογο του βιβλίου που περιλαμβάνει την ιστορία της Βροχούλας και του Μουντζούρη ότι όλες τις ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο τις εμπνεύστηκε κοιτάζοντας παλιές κάρτες. Γράψτε κι εσείς μια ιστορία, κοιτάζοντας μια χριστουγεννιάτικη ή άλλη κάρτα της αρεσκείας σας.
  4. Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στις δυσκολίες που σίγουρα θα συνάντησαν οι δύο ήρωές μας ώσπου ν' ανταμώσουν. Μπορείτε να αναφερθείτε εσείς σ' αυτές;