https://ekedisy.gr/ekpaideytika-senaria-gia-to-1821/
Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, Ανώτατο Συμβούλιο Ελληνικής Παιδείας – Εκπαιδευτικά σενάρια για το 1821
Παίξτε το ψηφιακό παιχνίδι «Οι τίτλοι μπερδεύτηκαν»: https://learningapps.org/watch?v=pjbaydrsk21
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (πραγματικό όνομα: Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας,
γνωστός απλά και ως Θεόφιλος), ήταν Έλληνας λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής
τέχνης και αγιογράφος (Βαρειά Λέσβου, 1870 - Βαρειά Λέσβου, 24 Μαρτίου 1934).
Βασικό χαρακτηριστικό του: η ελληνικότητά του και η εικονογράφηση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας. Η ιστορία του Θεόφιλου Μια φορά και έναν καιρό σε ένα όμορφο νησί, τη Λέσβο, γεννήθηκε το πρώτο από τα 7 παιδιά της οικογένειας Χατζημιχαήλ. Ο Θεόφιλος! Παιδί του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ!
Καθώς μεγάλωνε και άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο, επειδή ήταν μικροκαμωμένος και έγραφε με το αριστερό χέρι οι άλλοι τον κορόιδευαν. Τον έλεγαν «ζερβοκουτάλα» και ήταν τότε ντροπή να γράφεις με το αριστερό χέρι. Τόσο πολύ τον πείραζαν αυτά που άκουγε ο Θεόφιλος από μεγάλους και μικρούς που έχανε τα λόγια του και αυτό έδινε αφορμή να τον περιγελάνε ακόμα περισσότερο. Πικραμένος, ο μικρός Θεόφιλος, από την περιφρόνηση και τα άσχημα σχόλια έβρισκε αποκούμπι στη ζεστή αγκαλιά του παππού του, του Κωνσταντή Ζωγράφου. Εκείνος του έλεγε όμορφες ιστορίες, που είχαν να κάνουν σχέση με μεγάλους ήρωες, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Αχιλλέα αλλά και ένδοξες ιστορίες για την Ελλάδα και τους αγώνες από την Επανάσταση του 1821. Τόσο πολύ φαίνεται ότι τον άγγιξαν οι ιστορίες που άκουγε, που μια μέρα ντύθηκε με τα ρούχα του φουστανελά και από τότε κυκλοφορούσε μόνο με αυτά τα ρούχα. Βέβαια αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τον κοροϊδεύουν ακόμα περισσότερο. Δεν ήθελε να πάει στο σχολείο άλλο. Και τέχνη που τον πήγαν για να μάθει, να γίνει τσαγκάρης, δεν μπόρεσε να τα καταφέρει γιατί τα ίδια κι εκεί. Κοροϊδία και γέλια ειρωνικά! Μόνο στον παππού του έβρισκε παρηγοριά. Με τις ώρες καθόταν δίπλα σε αυτόν τον παππού, που ζωγράφιζε Αγίους. Από εκεί φαίνεται κληρονόμησε και το χάρισμα. Γιατί το παιδί αυτό βρήκε παρηγοριά στη ζωγραφική. Και έτσι διωγμένος από το σχολείο, αντί για γράμματα άρχισε να γεμίζει τα τετράδιά του με ζωγραφιές. Και τι δεν έκανε! Και αποξεχνιόταν κι ονειρευόταν μάχες και ήρωες και φουστανέλες! Μα ο τόπος εκεί στη Μυτιλήνη δεν τον χωρούσε. Και κίνησε να πάει σε άλλα μέρη, να γνωρίσει νέους τόπους και εκεί, ποιος ξέρει, ίσως οι άνθρωποι να ήταν πιο καλοί μαζί του. Στην αρχή πήγε στη Σμύρνη, που τότε ζούσαν εκεί πολλοί Έλληνες. Κι εκεί δεν σταματούσε τη ζωγραφική. Η ιστορία τον συγκινούσε πιο πολύ. Η ιστορία της Ελλάδας γι’ αυτό ζωγράφιζε αρχαίους ήρωες, σκηνές από τη μυθολογία αλλά και τις μάχες και τους ήρωες του 21! Αλλά και εκεί δεν βρήκε την ηρεμία που ήθελε. Το δεύτερο ταξίδι του είναι στον Βόλο και στα χωριά τα όμορφα του Πηλίου. Γυρνάει παντού και ζωγραφίζει. Φοράει συνέχεια μια φουστανέλα, και για ένα πιάτο φαΐ, ζωγραφίζει τοίχους, σπίτια, μαγαζιά. Είναι τόσο φτωχός που ούτε χρώματα δεν έχει να αγοράσει. Τα φτιάχνει μόνος του από λουλούδια που μαζεύει και άλλα υλικά! Και είναι οι ζωγραφιές του θαρρείς και μιλάνε και διηγούνται ιστορίες! Ζώα και παράξενα, χρωματιστά φυτά, πουλιά παραδεισένια και φυσικά τα αγαπημένα του οι ήρωες της Επανάστασης. Μια μέρα τον φωνάζει ένας πλούσιος αφέντης, ο Γιάννης Κοντός, και τον παίρνει στο σπίτι του να το ζωγραφίσει. Κατάλαβε το ταλέντο του και αγάπησε την ψυχή του. Εκεί ο Θεόφιλος βρήκε παρηγοριά κάμποσα χρόνια και αφιερώθηκε στην αγάπη του, τη ζωγραφική. Μετά από πολλά χρόνια τον έπιασε νοσταλγία για την πατρίδα του τη Μυτιλήνη. Μάζεψε τα λιγοστά πράγματά του και γύρισε πίσω. Σε ένα μικρό δωματιάκι ζούσε. Ποτέ δεν ήθελε πολλά άλλωστε ο Θεόφιλος. Πήρε πάλι να γυρνά σε όλη τη Μυτιλήνη και να ζει από τη ζωγραφική του. Όπου τον καλούσαν και του έδιναν φαΐ και ένα ποτηράκι κρασί καθόταν και ζωγράφιζε. Τα νέα για την τέχνη του έφθασαν μέχρι το Παρίσι. Εκεί ένας άλλος σημαντικός άνθρωπος από τη Μυτιλήνη, ο Στρατής Ελευθεριάδης ή Τεριάντ, βλέπει τα έργα του, ενθουσιάζεται και του παραγγέλνει πολλά! Επιτέλους η τύχη του χαμογελά. Τώρα έχει μπογιές και πινέλα για να ζωγραφίσει. Μα η μοίρα, τραγική για τον Θεόφιλο. Δεν πρόλαβε να δει να γίνεται διάσημος για τη ζωγραφική του. Τι ειρωνεία! Παραμονή της 25ης Μαρτίου, τη μέρα της εθνικής γιορτής, αυτή της γιορτής που τόσο λάτρευε να ζωγραφίζει τον βρήκαν νεκρό. Ήσυχα όπως έζησε, ήσυχα και πέθανε. Δίπλα του βρήκαν ένα κασελάκι, όλο ζωγραφισμένο με αυτά που αγαπούσε. Ήρωες της αρχαίας Ελλάδας και ήρωες από το 1821. Μέσα είχε τα δικά του αγαπημένα πράγματα: πινέλα, χρώματα, κάρτες και φωτογραφίες που του άρεσαν και έπαιρνε έμπνευση για τα δικά του έργα και ένα ημερολόγιο με σχέδια και ζωγραφιές του. Ο δικός του θησαυρός! Το έργο του τώρα είναι γνωστό και σπουδαίο. Είναι σε μουσεία και σε όλο τον κόσμο.
«Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό». Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» του Οδυσσέα Ελύτη.