Για να γνωρίσει κανείς τ’ αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω στα ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ .Σ’ εκείνα που προετοίμασαν τον σηκωμό, σ’ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι κι άστραφτε το γιαταγάνι .
1.Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, να ρθούνε τα χελιδόνια,
να βγω στα βουνά, να ζώσω το σπαθάκι μου, να πάρω το ντουφέκι…»
2.«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
— Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων
Ο γεροκλέφτης
Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε
Εμένα να ρωτήσετε πώς τα περνούν οι κλέφτες
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα
Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα
Τον ύπνο δεν εχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα
Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε μαξιλάρι
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά
Και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι Αλέξης ο μεγάλοςΚαι το μικρό Βλασόπουλο αντάμα τρων και πίνουν.
Κι εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιόνται,
Φωνή τους ήρτ' απ' ουρανούς κι απ' Αρχαγγέλου στόμα·
«Εσείς τρώτε και πίνετε κι οι Τούρκοι σας κουρσεύουν·
Πήραν τ' Αλέξη δυο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα,
Πήραν και του Βλασόπουλου την όμορφ' αδερφή του.»
«Όσο να στρώσ' ο Κωσταντάς, να σαλιβώσ' Αλέξης,
Το άξιο το Βλασόπουλο πάνω στη σέλα βρέθη.
Του παραγγέρν' ο Κωσταντάς, του παραγγέρν' Αλέξης·
«Αν είναι χίλιοι, σκότωσ' τους κι αν είναι δυο χιλιάδες,
Κι αν είν' και τρεις και τέσσαρες, γύρισε, μίλησέ μας.»
Ψηλή ραχούλ' ανέβαινε, κάθεται, τους μετράει·
Μετράει τους Τούρκους και μετράει και μετρημούς δεν είχαν,
Και πάλε τους μεταμετράει κι ήταν εννιά χιλιάδες.
Να πάγει πίσω ντρέπεται, να πάγ' ομπρός φοβάται,
Κάνει σταυρό σα Χριστιανός και μέσα άτους μπαίνει.
«Βόηθα μ' ευχή της μάνας μου, του δόλιου του κυριού μου,
Κι ευχή του πρώτου μ' αδερφού τους Τούρκους να κερδέσω.»
Zαμπ. 703, 138.
«Πού 'σουν περιστερούλα μου τόσον καιρό χαϊμένη;»
Πήγα να μάσω κάστανα μαζί με τη Βασίλω,
Κι εκεί κλέφτες μας είδανε πέρ' απ' το καραούλι. 412
«Κορίτσια μαυρομάτικα που πάτε μοναχά σας;
5 Για 'λάτε στο λημέρι μας δυο λόγια να σας πούμε.»
Βουνά μας εδιαβήκανε, λαγκάδια μας περάσαν,
Το βράδ' εφάγαμαν ψωμί στο κλέφτικο λημέρι.
«Κορίτσια μαυρομάτικα, πέτε μας την αλήθεια,
Μην ήρτανΤούρκοι στα χωριά, μην ήρταν κι Αρβανίτες;»
10 «Εμείς εβγήκαμε ταχιά μες από το χωριό μας,
Και πουθενά δεν είδαμε Τούρκους κι ουδ' Αρβανίτες.
Σαράντα κλέφτες ήτανε τριγύρω ξαπλωμένοι,
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο ντυμένο στο χρυσάφι,
Απίδια μας εφίλεψε και κρυό νερ' απ' τη βρύση.»
15 «Σύρτε κορίτσια στο καλό κι ανθρώπου μην το πείτε.»
To ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
O Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Κίσσαβος και λέγει του Ολύμπου·
5 «Μη με μαλώνεις, Όλυμπε μπρε κλεφτοπατημένε·
Εγώ 'μαι ένας Κίσσαβος στη Λάρσαν ξακουσμένος.
Με χαίρεται η κονιαριά 398 κι οι Λαρσινοί αγάδες.»
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου·
«Μπρε Κίσσαβε, μπρε άσχημε, κονιαροπατημένε,
10 Που σε πατάει η κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ 'μ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος·
Έχω εξήντα δυο κορφές, σαράντα μοναστήρια,
Πάσα ραχούλα κι εκκλησιά, πάσα κορφή και βρύση.
Έχω γιατάκια 399 κλέφτικα, που ξεχειμάζουν κλέφτες,
15 Και όταν παίρν' η άνοιξις κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
Γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λημέρια σκλάβοι.
Έχω και τον χρυσόν αϊτό, τον χρυσοπλουμισμένο·
Πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει·
Ήλιε μ', δεν κρούεις το ταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
20 Να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοποδάρια μου·
Θέλω να πιάσω πέρδικες και τ' άγρια περιστέρια.
Ζαμπ. 679, 104. Τ. 162.
Τρεις Τούρκοι, τρεις Γιανίτσαροι κι οι τρεις μου τσελεμπήδες, 423
Οι τρεις τον Γιάννο γύρευαν κι οι τρεις τον Γιάννο θέλουν.
Τον Γιάννο δεν μπορούν να βρουν, βρίσκουνε την καλή του,
Οπόπλενε τα χέρια της σ' ολόχρυσο λεγένι· 424
5 «Μωρή κρουστάλλα του γιαλού και πάχνη του χειμώνα,
Μωρή, το που 'ν' τον άντρα σου, το που 'ναι το καλό σου;»
«Θιαμαίνομαι, 425 λογίζομαι για ποιον άντρα που λέτε,
Που 'γώ δεν επαντρεύτηκα και σαστικό 426 δεν έχω.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
10 Νάτος κι ο Γιάννος πόρχεται στον κάμπο καβαλάρης
Σπιθοβολούν τα πέταλα κι ο μαύρος χλιμιτράει,
«Γεια σας, χαρά σας, μπέηδες, καλοί μου τσελεμπήδες
Θέτε φαγί, θέτε πιοτό, θέτε ψιλό τραγούδι;»
15 «Μεις για φαγί δεν ήρταμε κι αλλ' ούτε για τραγούδι,
Για που φερμάνι 427 σόχομε, βασιλικό φερμάνι,
Ή σκοτωμέν' ή ζωντανό στην Πόλη να σε πάμε,
Στην Πόλη να σε φέρομε, στην πόρτα του σουλντάνου.»
«Σαν τι κακό τόκαμ' εγώ, στην Πόλη να με πάτε;
20 Εγώ κακό δεν έκαμα, κανένα δε φοβούμαι.
Παιδιά μου, σταματήσετε να γένουμε χαζίρι.» 428
Τραβιέται δυο πατήματα και σέρνει το σπαθί του·
Χύνεται σαν την αστραπή, τους τρεις τους πετσοκόβει.
τι λέει ο Ρήγας
Οι γεωργοί, δηλαδή οι άνθρωποι που δουλεύουν στη γη, είναι η πιο σπουδαία τάξη μιας πολιτείας.
Χάρη σ’ αυτούς έχουμε ψωμί, καρπούς και ζωή. Είναι σαν τους σταθερούς στύλους που κρατούν όρθιο ένα σπίτι.
Κι όμως… αυτοί οι άνθρωποι ζούνε χειρότερα κι από τα ζώα!Ο πλούσιος Τούρκος δίνει στα άλογά του καλύτερο φαγητό απ’ ό,τι παίρνει για να ζήσει ο φτωχός χωρικός.
Και δεν φτάνει αυτό·πρέπει να πληρώνει κι άλλους που τον αδικούν —ακόμη και τον κοτζαμπαση, που αντί να τον βοηθά ,του παίρνει ό,τι έχει και δεν έχει.
Και οι τεχνίτες στις πόλεις, αυτοί που φτιάχνουν πράγματα με τα χέρια τους, δουλεύουν σχεδόν όλη μέρα και όλη νύχτα,δεκαοχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο, κι όμως ποτέ δεν έχουν αρκετά για να ζήσουν.
Οι άρχοντες και οι προεστοί τους ζητούν συνέχεια λεφτά και φόρους, άλλοτε περισσότερα, άλλοτε τα ίδια ξανά, χωρίς ντροπή και χωρίς φόβο Θεού.
Και το χειρότερο;
Καμαρώνουν κιόλας που είναι πιστοί υπηρέτες του τυράννου, αντί να είναι κοντά στον λαό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου