Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

ΓΝωΡίζΟΝΤαΣ ΤοΝ ΠΑΛαΙΟΛΙθΙΚό ΚάΤοΙΚΟ ΤηΣ ΗΠΕίΡΟυ

 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ-ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΟ  ΚΑΤΟΙΚΟ ΤΗΣ  ΗΠΕΙΡΟΥ


Η παλαιολιθική εποχή αντιπροσωπεύει το 99% της διαδρομής του ανθρώπου στον πλανήτηΣτην Ευρώπη οι πρώτοι άνθρωποι φαίνεται πως έφτασαν πριν από τουλάχιστον 1  εκατομμύρια χρόνια.



  O αέρας φυσάει με δύναμη. Κατεβαίνει με ορμή από τους παγετώνες που καλύπτουν τα ψηλά και απόκρημνα βουνά της Ηπείρου. Τα πεύκα και τα έλατα τινάζουν από την πλάτη τους το χιόνι. Καθώς λιώνει σιγά-σιγά, σχηματίζει άφθονα ρυάκια και χείμαρρους στις πλαγιές και τις κοιλάδες. Ο χειμώνας αυτός, όπως και οι προηγούμενοι, ήταν πολύ δύσκολος. Οι αγέλες των πεινασμένων λύκων επιτέθηκαν στα κοπάδια ελαφιών της περιοχής και κατασπάραξαν πάρα πολλά                                                                       .

 Ηταν τόσο μεγάλη η πείνα τους, που τόλμησαν να επιτεθούν ακόμη και σε ένα κοπάδι από άγρια βόδια. Δεν τα κατάφεραν όμως, γιατί αυτά τα μεγαλόσωμα ζώα τους έδιωξαν με τα κέρατά τους. Μόνο στο ρινόκερο δεν τόλμησαν να επιτεθούν.Οι αλεπούδες δεν έμειναν πίσω. Ξεχωριστά η κάθε μία κυνηγούσε μέσα στο βαρύ χειμώνα αρουραίους και λαγούς, που κρύβονταν κάτω από τα σχίνα και τα χαμόκλαδα. Ένα δυνατό μουγκρητό σκίζει τον παγωμένο αέρα. 


 Η αρκούδα μόλις ξύπνησε από τον ύπνο του χειμώνα. Είναι αδύναμη και πρέπει να ψάξει για τροφή. Στη συνέχεια να βρει ένα σύντροφο και να αποκτήσουν ένα παιδί. Μεγάλη δυσκολία να το φροντίσει και να το μεγαλώσει. Όσο είναι μικρό κινδυνεύει από τις άλλες αρκούδες, τους λύκους, τα λιοντάρια του δάσους, ακόμη και από τα αρπακτικά πουλιά. Αυτόν που φοβάται όμως περισσότερο είναι ο άνθρωπος. Ευτυχώς αυτός κυνηγάει μόνον όταν έχει ανάγκη. Ακόμα και η αρκούδα είναι δύσκολο να ξεφύγει από τον άνθρωπο, όταν την κυνηγάει. 


   .Μερικές φορές χρησιμοποιεί το όπλο του. Αυτό είναι φτιαγμένο από ίσιο ξύλο, στη μία άκρη του οποίου στερεώνει μία αιχμή από πυριτόλιθο. Άλλες φορές πάλι σκάβει λάκκους που τους σκεπάζει με κλαδιά και χόρτα. Το χειρότερο είναι ότι μέσα στο λάκκο στερεώνει μυτερούς πασσάλους που τρυπάνε τα πλευρά των ζώων. Πολλά ζώα πέφτουν μέσα. Σε τόσο δύσκολες συνθήκες μπορεί και ζει ο άνθρωπος του Νεάντερταλ! Νάτος! Μόλις ξεπρόβαλε ένας άνδρας πίσω από ένα βράχο. Τον ακολουθούν και άλλοι. Κάτι κουβαλάνε. Κάποιο ζώο φέρνουν από το κυνήγι. Σκεπτικοί και αμίλητοι το πάνε στη βραχοσκεπή του Ασπροχάλικου. 
  .Οι λύκοι δεν τους άφησαν και πολλά ζώα να κυνηγήσουν. Ας είναι καλά η μητέρα φύση. Σε λίγο θα τρέφονται με χόρτα και καρπούς που θα μαζεύουν. Ίσως αλλάξουν και το μέρος που μένουν για να βρουν καλύτερη τροφή. Mε τις σκέψεις αυτές πλησιάζουν στη βραχοσκεπή. Η ομάδα τούς κατάλαβε και τους περιμένει ανυπόμονα. Πρέπει να πάρουν τόσες αποφάσεις! 
Τα μικρά παιδιά κατηφορίζουν τρέχοντας. Τα πόδια τους ντυμένα με δέρματα ζώων
 σπάζουν την κρούστα του πάγου πάνω στο χιόνι. Τα μεγαλύτερα φθάνουν πρώτα στην ομάδα των κυνηγών. Τα μικρότερα, πότε πέφτοντας και πότε γλιστρώντας, ακολουθούν ...



.
K οιτάζουν με θαυμασμό το μεγαλόσωμο ελάφι. 
Από την αγέλη των λύκων σώθηκαν μόνο τα πιο δυνατά και τα πιο γρήγορα. Περισσότερο όμως τους κινούν την περιέργεια τα κέρατα με τα πολλά κλαδιά. Δεν έχουν δει άλλη φορά τόσο μεγάλα κέρατα. Αυτό εδώ είναι ένα μεγαλόσωμο αρσενικό ελάφι. 

6.Επιτέλους η ομάδα φθάνει κάτω από τη βραχοσκεπή. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας της ομάδας πηγαίνει κοντά στο ζώο. Τριάντα πέντε χειμώνες έζησε. Με τις γνώσεις και την πείρα του έσωσε πολλές φορές την ομάδα από τις δυσκολίες. Ελάφι σαν κι αυτό δεν έχει ξαναδεί. Xαμογελά στη σκέψη πως το ζώο θα τους χρησιμεύσει σε πάρα πολλά πράγματα. Το κρέας και το μεδούλι από τα κόκαλα θα τους δώσει αρκετές δυνάμεις. Με το τομάρι θα συμπληρώσουν τις σκηνές που χάλασαν. Θα φτιάξουν λουριά από τα έντερα για να δέσουν τις σκηνές και τις φορεσιές τους. Το ωραιότερο απ όλα όμως είναι τα κέρατα. Μ αυτά θα φτιάξουν δύο πολύ ωραία σφυριά για να σπάνε τον πυριτόλιθο και να κάνουν κοφτερά εργαλεία. Αυτά είναι τα σημαντικότερα. Χωρίς εργαλεία δύσκολα θα επιβιώσει η ομάδα.
 Χρειάζονται αιχμές για το κυνήγι. Μαχαίρια για να κόψουν το κρέας και να σχίσουν τα κόκαλα. Ξέστρα για να δουλέψουν το ξύλο και τα κόκαλα, αλλά και για να καθαρίσουν τα τομάρια των ζώων. Σουβλιά για να ανοίγουν τρύπες και μία σειρά από άλλα εργαλεία για να κάνουν γρήγορα, εύκολα και καλά τις δουλειές. Μ αυτά και μ αυτά όμως ξεχνιέται. Όλο αυτό το διάστημα οι άνδρες έχουν ήδη γδάρει το ζώο. Ο άνδρας που σκότωσε το ζώο έχει την τιμή να πάρει το κεφάλι. Το μυαλό θα το φάει η οικογένειά του μετά το ψήσιμο.Από τα ελαφοκέρατα θα κρατήσει ένα για τον εαυτό του και το άλλο θα το προσφέρει στον καλύτερό του φίλο.
 Το κρέας κόβεται σε μεγάλα μέρη. Θα το καπνίσουν για να διατηρηθεί λίγο καιρό ακόμη. Η φωτιά που είχαν ανάψει για να τους ζεστάνει τη νύχτα και να κρατήσει μακριά τους λύκους έχει σβήσει. Το βράδυ θα την ανάψουν πάλι. Τα παιδιά σκορπίζουν να συγκεντρώσουν ξύλα. Οι γυναίκες να μαζέψουν τα πρώτα χόρτα της άνοιξης που άρχιζαν να φυτρώνουν εδώ κι εκεί. Οι άνδρες συνεχίζουν και αποτελειώνουν τις εργασίες με το ελάφι. Δίνουν τα εντόσθια στο γεροντότερο. Πρέπει να τα εξετάσει για να μαντέψει το μέλλον της ομάδας. Τα μεγάλα του φρύδια κατεβαίνουν προς τα μάτια. «Τριάντα πέντε χειμώνες είναι πολλοί», σκέφτεται. Βλέπει πως φτάνει στο τέλος της ζωής του. Όταν θα κλείσει τα μάτια για πάντα, η ομάδα ίσως τον ακουμπήσει κοντά στο βράχο και τον σκεπάσει με χώμα. Δεν θα κατασπαράξουν τα άγρια ζώα το άψυχο κορμί του. 
 Mε το βασίλεμα του ήλιου όλη η ομάδα είναι κάτω από τη βραχοσκεπή. 

Η αυγή ροδίζει απαλά τα λίγα σύννεφα που φαίνονται στον ουρανό. Ο Γιανόμα δεν κοιμήθηκε καλά το βράδυ. Δίπλα στη γυναίκα του, τη Μάνερη, και το γιο του, το Σπινόμα, στριφογύριζε κάτω από τα δέρματα με τα οποία ήταν σκεπασμένοι. Θα ξεκινήσουν μεγάλο ταξίδι σήμερα. Θα πάνε στη σπηλιά όπου ζει ο πατέρας της Μάνερη με τον αδερφό της. Ο Σπινόμα είναι επτά χρονών και μπορεί να τους ακολουθήσει. Η απόφαση είναι μεγάλη. Τρεις φορές πρέπει να βασιλέψει ο ήλιος μέχρι να φτάσουν. Τώρα μπορούν ακόμη να διασχίσουν τα ποτάμια. Ο πάγος από την επιφάνεια δεν έλιωσε παντού. Πρέπει να γνωρίζεις όμως τα περάσματα. Ο Γιανόμα τα ξέρει καλά, αφού τα πέρασε αρκετές φορές κυνηγώντας με την ομάδα. Ξυπνά και η Μάνερη. Του χαμογελά και χαϊδεύει τρυφερά το Σπινόμα στο μέτωπο. Το παιδί ανοίγει τα μάτια. - Φεύγουμε; φωνάζει γεμάτος χαρά. - Μόλις ετοιμάσουμε τα πράγματα, του απαντά η μητέρα του. Ο Σπινόμα βάζει τη δερμάτινη φορεσιά του γρήγορα. Τα μάτια του γυρίζουν στο βράχο. Εκεί είναι ακουμπισμένα δύο ξύλινα κοντάρια. Το μικρότερο είναι το δικό του. Το έφτιαξε μόνος του κοιτάζοντας τον πατέρα του. Πριν από μέρες, μαζεύοντας ξύλα βρήκε σε μία ρεματιά μία μεγάλη κρανιά με ίσια κλαδιά. Έκοψε με το πέτρινο μαχαίρι το πιο ίσιο, που ήταν λίγο μεγαλύτερο από αυτόν. Το βράδυ, όταν άναψε η φωτιά, το ζέστανε στις φλόγες. Σιγά-σιγά και με προσοχή, κρατώντας με τα χέρια και πιέζοντας με τα γόνατα, το έκανε εντελώς ίσιο. Με ένα ξέστρο που του δάνεισε ο πατέρας του καθάρισε τις φλούδες που είχαν καεί. Το κοντάρι του πήρε ένα ωραίο κιτρινωπό χρώμα. Την πιο χοντρή άκρη την πελέκησε και έγινε σουβλερή.
 Όλη η τέχνη τώρα ήταν εδώ. 



    Μ ε προσεκτικές κινήσεις πλησίαζε τη σουβλερή άκρη στα κάρβουνα για να τη σκληρύνει. Αν την πλησίαζε πολύ θα καιγόταν. Αν πάλι την κρατούσε πολύ μακριά, δε θα γινόταν πολύ σκληρή και δε θα τρυπούσε. Όλο αυτό το διάστημα έπρεπε να γυρίζει το κοντάρι, για να ζεσταίνεται η άκρη γύρω-γύρω. Τα κατάφερε τελικά και το κοντάρι του έγινε ζηλευτό. Με αυτό θα αντιμετωπίζει τα ζώα που θα βρίσκει μπροστά του. Του πατέρα του βέβαια είναι λίγο διαφορετικό. Στη μία την άκρη ο Γιανόμα στερέωσε έναν πυριτόλιθο. Έσχισε εκεί λίγο το ξύλο και πέρασε μέσα την αιχμή του πυριτόλιθου. Μετά έσφιξε το ξύλο με μία λεπτή λωρίδα από δέρμα. Αυτό ήταν πολύ αποτελεσματικό. Μπορούσε να τρυπήσει ακόμη και το δέρμα της αρκούδας. Ο Σπινόμα παίρνει το κοντάρι του και ακολουθεί τους γονείς του τρέχοντας. Τα άλλα μέλη της ομάδας δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα. 
   OΓιανόμα αρχίζει να βαδίζει γρήγορα. Πρέπει να επιστρέψουν στην ομάδα τους πριν το
φεγγάρι χαθεί. Πρέπει να βιαστούν, γιατί με το καινούργιο φεγγάρι η ομάδα θα αλλάξει τόπο. Θα ακολουθήσει τα ελάφια και τα αγριοκάτσικα που πηγαίνουν σε άλλες τοποθεσίες να βρουν τροφή. Μέχρι τότε πρέπει να έχουν γυρίσει πίσω στη βραχοσκεπή. Δεν έχουν πάρει πολλά πράγματα μαζί τους. Μόνο ό,τι έχουν ανάγκη. Ο Γιανόμα κουβαλά το κοντάρι του με την αιχμή από πυριτόλιθο και φυσικά το ένα κέρατο από το ελάφι που είχε σκοτώσει τελευταία. Αυτό θα το δώσει στον πατέρα της Μάνερη ως δώρο. Πριν από οχτώ χειμώνες ο Γιανόμα έκλεψε τη Μάνερη από την ομάδα της για να γίνει γυναίκα του. Για το λόγο αυτό δεν έδωσε κανένα δώρο για αντάλλαγμα. Τώρα που ο Σπινόμα πέρασε εφτά χειμώνες και έγινε μεγάλος, πρέπει να πάνε να τους δώσει τα δώρα και να γνωρίσουν το παιδί. Για τον αδερφό της Μάνερη, ο Γιανόμα έχει ετοιμάσει ένα κοντάρι ίδιο με το δικό του. Είναι καλός τεχνίτης ο Γιανόμα και φτιάχνει εργαλεία από πυριτόλιθο. Γι αυτό έχει μαζί του δύο μαχαίρια, ένα ξέστρο και άλλη μία αιχμή, μήπως και σπάσει αυτή που έχει περασμένη στο κοντάρι. 
    H Μάνερη κουβαλά κι αυτή ένα μαχαίρι από πυριτόλιθο που της είχε φτιάξει ο Γιανόμα. Μαζί της όμως έχει και τα ξύλα της φωτιάς. Με αυτά θα ανάβουν φωτιά τα βράδια πριν κοιμηθούν. Πρέπει να τρίψει πολλή ώρα και με δύναμη το ένα ξύλο με το άλλο για να ανάψει η φωτιά. Αυτή τη δουλειά την κάνει συνήθως ο Γιανόμα, γιατί η Μάνερη δεν έχει αρκετή δύναμη. Κουράστηκε πολύ μέχρι να μάθει στο Γιανόμα αυτόν τον τρόπο. Όσο ζούσε με την ομάδα της, έβλεπε τον πατέρα της να ανάβει φωτιά με τα δύο ξύλα. Στην ομάδα του Γιανόμα δε γνώριζαν πριν τα ξύλα της φωτιάς. Γι αυτό, όταν τους έδειξε τον τρόπο, τη δέχτηκαν όλοι χωρίς πρόβλημα. Ο Σπινόμα κουβαλά γεμάτος περηφάνια το κοντάρι που έφτιαξε. Επιτέλους θα δει τον πατέρα του να κυνηγάει. Ποιος ξέρει! Ίσως σκοτώσει κι αυτός κανένα λαγό, τώρα που είναι ακόμη παγωμένοι και δεν τρέχουν πολύ. 
- Σπινόμα! Μη φεύγεις μακριά, θα σε φάνε οι λύκοι, φωνάζει με ανησυχία η μητέρα του. 
- Μη φοβάσαι, μάνα, έχω το κοντάρι μου. Θα τους σκοτώσω όλους μόλις, τους δω. 
Ο Γιανόμα κοιτάζει τον ήλιο. Σε λίγο θα κρυφτεί πίσω από τα βουνά. Ευτυχώς φτάνουν στο μέρος όπου θα περάσουν το βράδυ. Εδώ σταματάνε καμιά φορά και με την ομάδα, όταν βγαίνουν για κυνήγι. Θα φάνε λίγο από το κρέας που κουβαλούν μαζί τους. 
- Έλα, Σπινόμα. Θ ανάψεις φωτιά, τον προτρέπει η μητέρα. 
Γεμάτος χαρά ο Σπινόμα μαζεύει μία χούφτα ξερά χόρτα και τα αφήνει κάτω στο μέρος όπου έχουν ανάψει φωτιά και οι κυνηγοί. Παίρνει τις δύο βέργες που του έδωσε η Μάνερη. Τις παρατηρεί. «Η μία είναι τόσο μεγάλη όσο και το χέρι μου», σκέφτεται, «και λίγο πιο χοντρή από τα δάκτυλά μου. Η άλλη όμως είναι πλακερή και έχει στην άκρη μαυρισμένες χαρακιές». Είχε δει τον πατέρα του να ακουμπά πάνω στα χόρτα το πλακερό ξύλο με τις εγκοπές. Έκλεινε μέσα στις παλάμες του τη μεγάλη βέργα και τη στριφογύριζε με δύναμη σε μία εγκοπή. Ξεκινά να κάνει το ίδιο φουριόζος. Γρήγορα καταλαβαίνει πως είναι πιο κουραστικό απ όσο νόμιζε. Προσπαθεί τόση ώρα και ακόμη δεν έχει βγει ούτε καπνός από τα ξύλα που τρίβει. 
- Καπνός, καπνός! 
- Μη σταματάς τώρα. Συνέχισε. Πιο γρήγορα. 
Οι δυνάμεις του όμως τον εγκαταλείπουν. Δεν μπορεί άλλο. Αφήνει τη βέργα στον πατέρα του. Καθώς τα ξύλα είναι ήδη ζεστά, ο Γιανόμα ανάβει τη φωτιά χωρίς δυσκολία. 
- Μπράβο. Έκανες καλή προσπάθεια. Την άλλη φορά θα τα καταφέρεις καλύτερα.
 - Κοίτα με και θα το μάθεις κι εσύ. - Πόσο γρήγορα το κάνεις! O Σπινόμα ακουμπά στον κορμό του δέντρου που είχε πέσει το χειμώνα από το βάρος του χιονιού. Είναι σίγουρος ότι την άλλη φορά θα τα καταφέρει καλύτερα. Με τις σκέψεις αυτές αποκοιμιέται. Το φεγγάρι φάνηκε στον ορίζοντα και σκόρπισε δειλά το φως του. Μαζί με τις φλόγες που έχουν δυναμώσει από τα ξύλα που έριξε ο Γιανόμα, θα τους φυλάει από τα άγρια ζώα της φύσης. Το φως της ημέρας διώχνει γρήγορα το σκοτάδι της νύχτας. Τα πρώτα κελαηδίσματα των πουλιών ξυπνούν το Γιανόμα. Τρεις φορές σηκώθηκε τη νύχτα και έριξε ξύλα στη φωτιά για να μη σβήσει. Έπρεπε να προσέξει να μην του την κλέψει ο αέρας και την πάει στο κοντινό δάσος. 
 O Γιανόμα τη σέβεται τη φωτιά, γιατί είναι ο καλύτερος φίλος. Δεν την παραμελεί, γιατί γίνεται ο χειρότερος εχθρός. Μπορεί να κάψει το δάσος μαζί με τα πουλιά και τα ζώα. Τότε δε θα μπορούν να βρουν τροφή. Με προσεκτικές κινήσεις σκεπάζει τα κάρβουνα με χώμα. Ξυπνά και η Μάνερη με το Σπινόμα. Σήμερα πρέπει να κυνηγήσουν. Θα δοκιμάσουν να παραφυλάξουν κανένα πουλί ή κανένα λαγό.
 - Πάρε το κοντάρι σου, Σπινόμα
. Ακολουθεί τον πατέρα μαζί με τη μάνα του. Καταλαβαίνει πως έφθασε η στιγμή που τόσο περίμενε. Ο Γιανόμα κοιτάζει προσεκτικά το έδαφος. Προσπαθεί να βρει ίχνη από κάποιο ζώο. Στο βάθος φαίνεται ένα μεγάλο δέντρο. «Σίγουρα κάποια πουλιά θα έχουν κουρνιάσει πάνω του για να περάσουν τη νύχτα», σκέφτεται. Κάνει νόημα στη Μάνερη να μείνει στη θέση της. Γονατίζει και αρχίζει να περπατάει με τα χέρια και τα πόδια, κρατώντας το κοντάρι του. Πίσω του ακολουθεί ο Σπινόμα με τις ίδιες κινήσεις. Τα πουλιά, όταν τους δουν, θα νομίσουν ότι πλησιάζουν ζώα. Οσο προχωρούν, πηγαίνουν πιο σιγά για να μην τα τρομάξουν. Η καρδιά του Σπινόμα χτυπά δυνατά. Στην άκρη των κλαδιών έχει δει ένα μεγάλο πουλί. «Αυτό θα σκοτώσω», συλλογίζεται, χωρίς να πάρει τα μάτια του από εκεί. Περιμένει το σινιάλο του Γιανόμα. Ο μικρός κυνηγός αναρωτιέται γιατί αργεί τόσο ο πατέρας του. «Αν πλησιάσουμε πιο πολύ, θα φύγουν», σκέφτεται. Ο πατέρας καταλαβαίνει τις σκέψεις του Σπινόμα. Γυρίζει το κεφάλι προς το μέρος του. Με το βλέμμα τού δίνει να καταλάβει ότι δεν πρέπει να κάνει αυτό που σκέφτεται. Είναι πια σχεδόν κάτω από το δέντρο. Θα κρυφτούν πίσω από το θάμνο που είναι κοντά, για να ανασηκωθούν και να σημαδέψουν. Ο Γιανόμα φτάνει και σηκώνεται αργά σημαδεύοντας με το κοντάρι του. Ξαφνικά μία κραυγή ακούγεται στην πρωινή ησυχία. Τρομαγμένα τα πουλιά φτερουγίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Γιανόμα γυρίζει να δει τι έχει συμβεί. Βλέπει το Σπινόμα να προσπαθεί να βγάλει από την παλάμη του ένα μεγάλο αγκάθι. Από την αγωνία του δεν πρόσεξε και ακούμπησε στα ξερά αγκάθια του θάμνου που ήταν πεσμένα κάτω. Τώρα πρέπει να ψάξουν για άλλο θήραμα. Με τα διαπεραστικά του μάτια ο Γιανόμα βλέπει πίσω από τη Μάνερη μία φευγαλέα κίνηση. Ένας λαγός τρομαγμένος από την κραυγή του Σπινόμα έφυγε από την φωλιά του και κρύφτηκε σε έναν άλλο θάμνο λίγο πιο μακριά. Αυτός δεν πρέπει να τους ξεφύγει. Έτσι παγωμένος που είναι δε θα μπορέσει να πάει μακριά
 «Τώρα δεν μπορούμε να τον πλησιάσουμε πολύ κοντά», σκέφτεται ο Γιανόμα, «γιατί μας κατάλαβε. Αν τον κυνηγήσουμε, θα τρέξει να κρυφτεί στο δάσος. Πρέπει ένας να τον περιμένει εκεί και ο άλλος να τον τρομάξει κυνηγώντας τον». Ο Γιανόμα ακολουθεί το λαγό τρέχοντας. Δείχνει στο Σπινόμα το θάμνο όπου κρύφτηκε ο λαγός. 
- Μόλις κρυφτώ στο δάσος, κυνήγησε το λαγό, του λέει. Τρέξε σαν τον αέρα και μην τον αφήσεις να ξεφύγει. 
- Μπορώ να τον σκοτώσω; 
- Έχεις μόνο ένα κοντάρι. Να είσαι σίγουρος, όταν θα το ρίξεις στο λαγό. 
Ο Γιανόμα φεύγει προς το δάσος και κρύβεται πίσω από ένα δέντρο. Ο Σπινόμα πλησιάζει προσεκτικά το θάμνο. Μέσα του πιστεύει πως θα σκοτώσει αυτός το λαγό. Σκυφτός και με ανάλαφρες πατημασιές φτάνει κοντά. Βλέπει το λαγό φοβισμένο να κάθεται στο χώμα. Είναι πολύ κοντά. Ο πατέρας του περιμένει στο δάσος. Σηκώνει το κοντάρι του και το αφήνει με δύναμη. - Τον χτύπησα, τον χτύπησα, φωνάζει γεμάτος χαρά. Πέφτει πάνω στο λαγό, που δεν μπορεί να κουνηθεί. Το κοντάρι του Σπινόμα καρφωμένο στο σώμα του λαγού έχει μπλεχτεί με τα κλαδιά του θάμνου. Ο Γιανόμα και η Μάνερη φτάνουν τρέχοντας. - Εγώ τον σκότωσα, λέει γεμάτος περηφάνια ο Σπινόμα. Φυσικά θα πάρει το πόδι του λαγού να το κάνει φυλαχτό. Θα του φέρνει τύχη στο κυνήγι. Το βράδυ θα σταματήσουν νωρίς, να ψήσουν το λαγό στη φωτιά. Θα τους μείνει κρέας και για την άλλη μέρα. Η σημερινή μέρα είναι ξεχωριστή. Η Μάνερη θα δει ξανά τον πατέρα της και τ αδέρφια της. Η μητέρα της ήταν ήδη άρρωστη, όταν εκείνη ακολούθησε το Γιανόμα. 
   Ίσως και να έχει πεθάνει. Ο Σπινόμα θα γνωρίσει την οικογένεια της μητέρας του. Αυτό θα του είναι χρήσιμο αν τύχει και συναντηθούν καμία φορά στο κυνήγι, θα ξέρει ότι δεν είναι εχθροί του. Ο Γιανόμα θα ξαναδεί τον πατέρα της Μάνερη και τον αδερφό της. Γνωρίστηκαν πριν από οχτώ χειμώνες. Ο Γιανόμα μετά από μία φοβερή χιονοθύελλα πέρασε ένα βράδυ στη σπηλιά της ομάδας τους. Εκεί πρωτοείδε τη Μάνερη. Επέστρεψε κρυφά το επόμενο φεγγάρι και την έκλεψε. Και στη Μάνερη άρεσε ο Γιανόμα. Γι αυτό τον ακολούθησε. 
Ο ήλιος άρχισε να πέφτει. Μπροστά τους βρίσκεται η σπηλιά. Είναι τυχερή αυτή η ομάδα. 

Το χειμώνα με το πολύ κρύο, μέσα στη σπηλιά έχουν ζέστη. Στην είσοδο έχουν μπήξει στο χώμα και μερικούς πασσάλους από ξύλο. Πάνω σ αυτούς έχουν κρεμάσει δέρματα για να εμποδίζουν τον αέρα να περνάει στη σπηλιά. Για το λόγο αυτό μία άλλη ομάδα της φυλής θέλει να τους βγάλει από εκεί. 
Ο Γιανόμα και η ομάδα του θα προσφέρουν τη βοήθειά τους στην ομάδα της σπηλιάς, αν χρειαστεί να την προστατέψουν από τους εχθρούς. Η ομάδα της σπηλιάς καταλαβαίνει τον ερχομό του Γιανόμα και της οικογένειάς του. Δύο άντρες βγαίνουν με τα κοντάρια να τους συναντήσουν. Γνωρίζουν τη Μάνερη και κάνουν σινιάλο στους ανθρώπους της σπηλιάς να μην ανησυχούν. Τους οδηγούν στην είσοδο της σπηλιάς. Στο βάθος, ο πατέρας της Μάνερη με τον αδερφό της κάθονται ακουμπισμένοι στο βράχο. Πρέπει να τους γνέψει ο πατέρας για να προχωρήσουν μέσα και να τους συναντήσουν. Εκείνος κάνει νεύμα με το κεφάλι και σηκώνεται. Ο Γιανόμα προχωρά πρώτος. Όταν φτάνει κοντά, του απλώνει το χέρι και δίνει το ελαφοκέρατο στον πατέρα και το κοντάρι στον αδερφό της Μάνερη. Τα δέχονται και τα επεξεργάζονται με προσοχή. Ακουμπούν τα μέτωπά τους και τρίβουν τις μύτες. Ο καθένας πλέον θα αναγνωρίζει την οσμή του άλλου. Η παρεξήγηση έχει τελειώσει.
 Ο Σπινόμα δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Φοβόταν το σκοτάδι της σπηλιάς. Ήταν κι αυτές οι νυχτερίδες που μπαινόβγαιναν... Ανυπομονεί να επιστρέψουν στη βραχοσκεπή και να δείξει το λαγοπόδαρο στους φίλους του. Θα φύγουν όμως το άλλο πρωί. Στο θείο του άρεσε πολύ το κοντάρι που του έδωσε δώρο ο πατέρας. Ζήτησε από το Γιανόμα να του δείξει πώς κατάφερε και πελέκησε τον πυριτόλιθο.
  Ο Γιανόμα με τον αδερφό της Μάνερη έχουν σηκωθεί πρωί. Κάθονται στην είσοδο της σπηλιάς. Έχουν ανάψει και μία μικρή φωτιά. Κοντά σ αυτήν ο Γιανόμα βάζει μία κροκάλα πυριτόλιθου. Όση ώρα μιλάνε, τη γυρίζει να ζεσταθεί σιγά - σιγά απ όλες τις πλευρές. Δίπλα του έχει τους κρουστήρες (τα σφυριά) που του δάνεισε ο αδερφός της Μάνερη κι ακόμη μία μικρή και μία μεγάλη στρογγυλή πέτρα, μαζί με ένα κομμένο ελαφοκέρατο και ένα ξύλο από πυξάρι. Σουβλί Όταν καταλαβαίνει ότι έχει ζεσταθεί ολόκληρη η κροκάλα, την πιάνει με το ένα χέρι και την ακουμπά στο πόδι του. Με το άλλο χέρι παίρνει τη μεγάλη στρογγυλή πέτρα. Αφού παρατηρεί προσεκτικά την κροκάλα, αρχίζει να τη χτυπάει με τη μεγάλη πέτρα με δυνατή και σταθερή κίνηση. Με κάθε χτύπημα φεύγει από την κροκάλα κι ένα πελεκούδι, μία φολίδα. Κάθε φορά, πριν δώσει ένα νέο χτύπημα στην κροκάλα, παίρνει τη μικρή πέτρα και τρίβει το σημείο που θέλει να χτυπήσει για να το προετοιμάσει. 

Γυρίζοντας την κροκάλα και χτυπώντας με τη μεγάλη πέτρα το σημείο κρούσης, 
την κάνει να μοιάζει με αναποδογυρισμένο καβούκι χελώνας. Έχει έτοιμο τον πυρήνα. Σταματά. Η πιο δύσκολη δουλειά έχει γίνει. Εξάλλου πρέπει να ζεστάνει πάλι τον πυριτόλιθο. Λεπίδα -μαχαίρι !Ο αδερφός της Μάνερη δεν έχασε ούτε μία κίνηση. Θαύμαζε την ευκολία με την οποία ο Γιανόμα έκοβε τον πυριτόλιθο. Αυτό λοιπόν ήταν το μυστικό. Έπρεπε πρώτα να ζεσταθεί ο πυριτόλιθος για να κοπεί καλά. Ο Γιανόμα παίρνει πάλι στα χέρια του τον πυρήνα του πυριτόλιθου. Αυτή τη φορά, για να βγάλει τις φολίδες θα χρησιμοποιήσει τα μαλακά σφυριά, το ελαφοκέρατο και το ξύλο. Αρχίζει να χτυπάει με μεγάλη ακρίβεια και σταθερό χέρι την άκρη του πυρήνα. Μια κοφτερή τριγωνική φολίδα βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο μετά από κάθε χτύπημα. Αφήνει τον πυρήνα και παίρνει στα χέρια του μία από αυτές. 
   Α ν την βάλει έτσι στην άκρη από το ξύλο του κονταριού, οι λεπτές κοφτερές άκρες θα σπάσουν στο πρώτο ρίξιμο. Παίρνει το ελαφοκέρατο και επεξεργάζεται προσεκτικά, όπως αυτός θέλει, τις άκρες του. Φτιάχνει μία στιβαρή ακμή για το κοντάρι. Ο αδερφός της Μάνερη δείχνει ευχαριστημένος. Να λοιπόν που η φωτιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με άλλο τρόπο. Θα κάνει και οικονομία στον πυριτόλιθο, καθώς παρατήρησε ότι ο Γιανόμα δεν έβγαλε πολλά άχρηστα πελεκούδια. Με το πρώτο φως της ημέρας, ο Γιανόμα, η Μάνερη και ο Σπινόμα είναι έτοιμοι για το ταξίδι της επιστροφής. Ο πατέρας της Μάνερη και ο αδερφός της στέκονται στην είσοδο της σπηλιάς και τους παρακολουθούν που κατεβαίνουν στην κοιλάδα. Αυτή τη φορά δε θα ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή. Θα περάσουν από το μέρος που μένουν τα αγριοκάτσικα το χειμώνα. Αν είναι τυχεροί, μπορεί να σκοτώσουν και κανένα. Αυτή την εποχή όμως τα περισσότερα έχουν πάρει το δρόμο προς τα πιο ψηλά βουνά. Δύο βράδια κοιμήθηκαν κάτω απ τον ουρανό. Ο Γιανόμα με τη γυναίκα του και το γιο τους ήταν πολύ κουρασμένοι. Τα αγριοκάτσικα, όπως διαπίστωσαν, είχαν ανέβει ήδη στα βουνά και δεν μπόρεσαν να σκοτώσουν κανένα. Το κυνήγι τους, εξάλλου, είναι πολύ δύσκολο, καθώς ζουν σε δυσπρόσιτα μέρη. Η μόνη τροφή που βρήκαν ήταν τα χόρτα και τα φρούτα. Οι βολβοί των λουλουδιών που ανθίζουν νωρίς την άνοιξη είναι πολύ νόστιμοι και δυναμωτικοί. Με ένα μυτερό ξύλο τους βγάζουν από το χώμα. Αφού τους καθαρίσουν προσεκτικά, τους τρώνε. Η Μάνερη, που γνώριζε τα χόρτα που τρώγονταν, μάζεψε μερικά. Δεν ήταν και η καλύτερη τροφή βέβαια, έτσι όπως τα έτρωγαν ωμά, γιατί ορισμένα είχαν μία πικρή γεύση
     Σ ε μία ρεματιά βρήκαν και λίγα φρούτα που δεν τα είχαν φάει το χειμώνα τα πουλιά. Στον αγκαθωτό θάμνο κρέμονταν μαύροι στρογγυλοί καρποί, λίγο ξινοί στη γεύση. Πιο μακριά, σ έναν άλλο θάμνο, υπήρχαν ορισμένοι μικροί κόκκινοι, με πιο γλυκιά γεύση. Φτάνουν κάτω από τη βραχοσκεπή πριν κρυφτεί ο ήλιος. Έχουν σκοπό να ανεβάσουν και μερικές κροκάλες πυριτόλιθου. Τον μάζεψαν από την κοίτη του ποταμού που περνάει από εκεί. Δεν είναι βέβαια το ίδιο καλός, όπως ο πυριτόλιθος της ομάδας της σπηλιάς. Αυτοί τον έβρισκαν στο βουνό. Αν και το ταξίδι της επιστροφής ήταν μακρινό, ο Γιανόμα έφερε μαζί του ένα μικρό κομμάτι. Φτάνουν επάνω με δυσκολία. Η ομάδα είναι μαζεμένη γύρω από τη φωτιά. Είναι το τελευταίο βράδυ με φεγγάρι. Μόλις περάσουν οι σκοτεινές νύχτες και βγει το καινούργιο φεγγάρι, θ αλλάξουν τόπο. Θα πάνε πιο κοντά στα ψηλά βουνά. Σίγουρα θα συναντήσουν και τη νέα ομάδα που φαίνεται πως έφτασε στην περιοχή από άλλα μέρη μακρινά. Μία μέρα τους είδαν από απόσταση. Βρίσκονταν στην άλλη μεριά ενός βάλτου όπου την άνοιξη μαζεύονταν πολλά πουλιά. Ήταν πιο αδύνατοι στην κορμοστασιά και με ίσιο μέτωπο. 
Αυτό που τους έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος που κυνηγούσαν. Χρησιμοποιούσαν κοντάρια και ένα σωρό εργαλεία φτιαγμένα με άλλη τεχνική. Ποιος ξέρει Θα είναι καλοί γείτονες ή θα μαλώνουν για την τροφή;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου