Ο Ευριπίδης λέει:
«Ο Διόνυσος είναι θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες.».
Τα Διονύσια ήταν πομπή, με άνθη, σατιρικά τραγούδια, μουσικούς και πειράγματα, που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας λαμπάδες,θύρσους κοσμημένους με κισσό - και φορώντας προσωπίδες . Ο κορυφαίος σε άρμα – με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους «τα εξ αμάξης
Γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ένας ποιητής , ο Θέσπης, έκανε ένα επαναστατικό βήμα στην εκτέλεση του διθυράμβου. Ο πρωτοχορευτής που ως τότε οδηγούσε το χορό, βγήκε από την ομάδα και στάθηκε απέναντί της. Με τη μορφή κάποιου προσώπου της ιστορίας, φορώντας προσωπείο, «υποκρίθηκε», συζητούσε, δηλαδή, με τον χορό ή εξηγούσε την ιστορία, λέγοντας, για παράδειγμα, τι συνέβη στον ίδιο ή σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Αυτές οι ερωταποκρίσεις επαναλήφθηκαν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας διάλογος ανάμεσα στο άτομο και τον χορό.
Σαν να ήμασταν εκεί…