3.
4.
5
Πάει πιὰ τὸ καλοκαίρι. ῎Εφυγαν τὰ πουλιά· ταξίδεψαν τὰ γοργόφτερα χελιδόνια· κι ἀπόμειναν οἱ τσίχλες, τὰ κοτσύφια κι οἱ μπεκάτσες. Οἱ ἡμέρες μικραίνουν.
῾Ο ἀέρας σκορπάει μακριὰ τὰ κιτρινισμένα φύλλα κι ὅλο ξεγυμνώνει τὰ δέντρα. Τ’ ἀμπέλια τὰ τρύγησαν. Λίγα, πολὺ λίγα, χρυσάνθεμα στολίζουν ἀκόμα τοὺς κήπους ἢ τὶς γλάστρες.
῾Ο οὐρανὸς εἶναι σκεπασμένος ἀπὸ σταχτιὰ ἢ μαῦρα σύννεφα. Τὰ ἀργοκίνητα βώδια, μὲ τὰ λαμπερά τους μάτια, μπῆκαν στὴ δουλειά.
Τὸ ἀλέτρι τοῦ γεωργοῦ καθαρίστηκε ἀνοίγοντας αὐλάκια μέσα στὰ χωράφια. Γιὰ ἰδές το! γυαλίζει σὰν καθρέφτης ἀληθινός.
Τίκ! τάκ! στὸ πλακόστρωτο. Τίκ! τάκ! ἐπάνω στὰ κεραμίδια. Εἶναι ἡ βροχούλα, ποὺ πέφτει σιγανή, τραγουδιστή. Πολλὲς σταλαγματιὲς κτυποῦν τὸ παράθυρο, που εἶναι ἡ Φωτούλα.
- Ἤλθαμε, Φωτούλα, νὰ σὲ χαιρετίσουμε. Πᾶνε πιὰ οἱ ζέστες τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔφθασε τὸ φθινόπωρο. Θὰ φυσᾷ ἀέρας. Ὁ οὐρανὸς θὰ συννεφιάζει, θὰ βρέχει συχνά. Τὰ φύλλα τῶν δένδρων θὰ κιτρινίσουν καὶ θὰ πέσουν στὴ γῆ. Ὅπως θὰ πηγαίνεις στὸ σχολεῖο, θὰ βρέχεται τὸ φορεματάκι σου.
Αὐτὰ λέγει ἡ βροχὴ στὴ Φωτούλα, ποὺ εἶναι δυσαρεστημένη, ποὺ βρέχει. Πῶς θὰ ἤθελε νὰ εἶναι πάντοτε καλοκαίρι! Νὰ μὴ συννεφιάζει ! Νὰ μὴ βρέχει ποτέ!
Ὁ μπάρμπα - Σπύρος ὅμως, ὁ γείτονάς τους, σκέπτεται ἀλλοιώτικα. Βλέπει τὴ βροχούλα καὶ τρίβει τὰ χέρια του ἀπὸ χαρά. Καὶ ὅσο πιὸ πολὺ ἡ βροχὴ δυναμώνει, ἄλλο τόσο αὐτὸς χαίρεται.
- Στέφανε! λέγει στὸν γιό του. Στὴν ὥρα της ἦλθε, παιδί μου, ἡ βροχή. Ἦλθε γιὰ νὰ δουλέψουμε τὰ χωράφια μας καὶ νὰ τὰ σπείρουμε. Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ ἅγιος Θεός. Ὅλα τὰ δίνει μὲ τὴ σειρά τους. Ἐμεῖς μονάχα εἴμεθα ἀνυπόμονοι. Νὰ ἔχεις ἕτοιμα τὰ σύνεργα. Αὔριο θ’ ἀρχίσουμε το χωράφι.
Σήμερα τὰ παιδιὰ ἐξύπνησαν πολὺ πρωΐ.
Τοὺς ἐφάνηκε σὰν νὰ ἐκτυποῦσαν δυνατὰ τὴν πόρτα, σὰν νὰ ἔτρεχαν ἔξω πολλοὶ ἄνθρωποι.
Μὰ καθὼς ἐξύπνησαν, ἄκουσαν τὶς δυνατὲς βροντὲς καὶ τὴ βροχή, ποὺ ἐκτυποῦσε τὰ τζάμια, σὰν νὰ τοὺς ἐφώναζε:
— Ξυπνᾶτε, ξυπνᾶτε νὰ ἰδείτε!
Ὁ Κωστάκης ἐσηκώθηκε πρῶτος. Ἔτρεξε ἀμέσως στὸ παράθυρο. Ἆ, τί ἐγίνετο ἔξω! Ἀπὸ τὴ μεγάλη βροχὴ ποτάμια ἔτρεχαν στὸ δρόμο τὰ νερά. Ὁ οὐρανὸς σκεπασμένος μὲ σκοτεινὰ σύννεφα. Ἄστραφτε πότε - πότε καὶ ἐβροντοῦσε. Ὁ κὺρ Γιάννης, ὁ πατέρας τοῦ Μήτσου, ἐπήγαινε στὴ δουλειά του μὲ μιὰ μεγάλη ὀμπρέλλα, ποὺ ἔσταζε γῦρο - γῦρο νερά Τὰ παπούτσια του ἦσαν ὅλο λάσπες.
Μιὰ μεγάλη βροντὴ ἀκούσθηκε καὶ μιὰ δυνατὴ λάμψι ἔκαμε τὸν Κωστάκη νὰ κλείσει τα μάτια του.
Ἔπειτα ἐτραβήχθηκε ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ ἄρχισε νὰ ντύνεται.
— Θὰ βρέξει πολὺ σήμερα,εἶπε ἡ μητέρα του.
— Θα ποτίσει τὰ δένδρα καὶ τὰ λουλούδια, τὰ χωράφια καὶ τὰ ἀμπέλια. Θὰ καθαρίσει τὸν ἀέρα καὶ θὰ τὸν ξεπλύνει ἀπὸ τὴ σκόνη καὶ τοὺς καπνούς. Θὰ γεμίσει καὶ τὰ πηγάδια καθαρὸ νερό.
Νά, ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς Ἑλενίτσας:
— Κωστάκη, Κωστάκη, καλημέρα!
— Καλημέρα, Ἑλενίτσα, καλημέρα ἐξαδελφούλα. Πῶς σοῦ φαίνεται σήμερα ὁ καιρός;
Ἡ Ἑλενίτσα γιὰ ἀπάντησι ἐτραγούδησε:
Kαὶ ὁ Κωστάκης τῆς ἀπάντησε μὲ ἕνα γνωστὸ ποίημα:
— Εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὸ σχολεῖο, Κωστάκη; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.
— Ναί, ναί, εἶπε ὁ Κωστάκης, ἐσύ;
— Νά, τὴν ὀμπρέλα μου περιμένω νὰ μοῦ δώσει ἡ μητέρα μου.
— Καὶ ἐμένα, εἶπε ὁ Κωστάκης.
Ἡ μητέρα του τὸν ἐβοήθησε νὰ περάσει τὴ σάκα του στοὺς ὤμους καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν πόρτα· Ἐκεῖ τοῦ ἄνοιξε τὴν ὀμπρέλλα και ὁ Κωστάκης τὴν ἐκράτησε στὸ δεξί του χέρι.
Ἦλθε καὶ ἡ Ἑλενίτσα κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλα της καὶ τὰ δύο ἐξαδελφάκια, περπατῶντας προσεκτικὰ ὅσο μποροῦσαν στὰ στεγνὰ μέρη τοῦ δρόμου, πήγαιναν γιὰ τὸ σχολεῖο.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Δημοτικοῦ σχολείου 1955
ροδάνι ουδέτερο
Το ροδάνι είναι ένας μικρός τροχός (κλωστικής μηχανής), που παίρνει κίνηση από έναν μεγαλύτερο.
Έτσι περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και κινεί το αδράχτι πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. Αποτελεί εξέλιξη του παλαιότερου γλωσσικού τύπου «ροδάνη» που σήμαινε το νήμα, τη στριμμένη κλωστή.
Η φράση «πάει η γλώσσα του ροδάνι» που σημαίνει «είναι φλύαρος, μιλάει συνεχώς» προήλθε από τη συσχέτιση της συνεχούς ομιλίας με το θόρυβο και τη συνεχή κίνηση που δημιουργείται όταν το ροδάνι περιστρέφεται γρήγορα προκειμένου να τυλιχθεί το νήμα.
ΑΙΓΕΣ ΣΗΜΕΡΑ |
ΑΙΓΕΣ Το χνάρι ενός σκύλου 2.350 ΧΡΌΝΙΑ ΠΡΙΝ |