Η Ειρεσιώνη (από τη λέξη εἶρος που σημαίνει μαλλί προβάτου) ήταν ένα κλαδί ελιάς (κότινος) ή δάφνης στολισμένο με κορδελάκια από λευκό και κόκκινο μαλλί, καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λπ.), μικρά μπουκαλάκια γεμάτα κρασί,μέλι και λάδι ή ακόμη και μικρές σφαίρες από μέταλλο, που παρίσταναν τον Ήλιο και τη Σελήνη.
Η μετάβαση στο έλατο
Το Βυζαντίο καταδίκασε το έθιμο ως ειδωλολατρικό και απαγόρευσε την τέλεσή του. Ωστόσο, οι Έλληνες που ταξίδευαν πολύ το μετέδωσαν στους Βόρειους λαούς, οι οποίοι λόγω έλλειψης ελαιοδέντρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που φύονταν στις περιοχές τους, όπως είναι τα έλατα.
1833
Αιώνες αργότερα το ίδιο έθιμο επανεισάχθηκε στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον στην Ελλάδα, ως δικό τους Χριστουγεννιάτικο έθιμο. Κάπως έτσι, πραγματοποιήθηκε η μετάβαση απο την αρχαία Ελληνική “Ειρεσιώνη της Ελιάς” στο Ελατό της σύγχρονης εποχής, που πρωτοστολίστηκε το 1833 από τον Βασιλιά Όθωνα ως Χριστουγεννιάτικο δέντρο στα ανάκτορα του Ναυπλίου και νίκησε κατά κράτος το… καραβάκι που είχε στο μεταξύ επικρατήσει ως έθιμο που ταίριαζε στην ναυτική Ελλάδα.
Οι Έλληνες, που στην ιστορική μνήμη τους είχαν την Ειρεσιώνη, υιοθέτησαν πολύ γρήγορα το Χριστουγεννιάτικο δέντρο με το έλατοΤο πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο που στολίστηκε στην Ελλάδα ήταν το 1833 στα Ανάκτορα του Όθωνα στο Ναύπλιο. Μάλιστα οι κάτοικοι του Ναυπλίου σχημάτιζαν ουρές έξω από το παλάτι για να θαυμάσουν το νεόφερτο όσο και παράξενο για εκείνη την εποχή έθιμο.
το πρωτο ρεβεγιον ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ
Το γεύμα στο ανάκτορο του Ναυπλίου ήταν πλούσιο, με πολλά κυνηγετικά θηράματα, και συνοδευόταν από άφθονη σαμπάνια. Μετά το τέλος του δείπνου μετακινήθηκαν όλοι σε άλλη αίθουσα για να πιουν καφέ ενώ ο Οθωνας συζητούσε, μαζί τους, χαλαρά, «άνευ εθιμοτυπίας». Οι καλεσμένοι ήταν πολλοί, μεταξύ των οποίων, οι πρέσβεις των ευρωπαϊκών κρατών και ορισμένων ασιατικών, ένας πρίγκιπας από την Περσία, Αρμένιοι και έμποροι από τη Σμύρνη.
Πάντως, η μεγάλη... εισαγωγή ευρωπαϊκών χορών, όπως το γαλλικό βαλς, η πολωνέζα και η μαζούρκα, άρχισε από το 1837, μετά την άφιξη στην Ελλάδα της Αμαλίας, που λάτρευε τον χορο.
” Τα δέντρα μου εγώ δεν τ’ αφήνω να φυτρώσουν μέσα στην κάμαρα! Μόνο τ’ άρματά μου φυτρώνουν εκεί”
2. Ὅμηρος, ρ 360-3.
3. Πολυδεύκης 3, 111.
4. Αἰσχύλος, Ξάντριαι, ἀπ. 168 Ναuck. Ἡρόδοτος 4, 35, 1-4.
Πλάτων, Πολ., 2 (381 d). Διονύσιος Ἁλικ., Ῥωμ. ἀρχ. 2, 19, 2. Ἐπιγραφὴ-Ψήφισμα Ἁλικαρνασσοῦ 2656, 26-28 (Α΄ π.Χ. αἰ.), CΙG 2, 453. Λουκιανός, Ψευδόμ., 13. Ἡσύχιος, λ. ἀγείρειν. ἀγερμός˙ κορωνισταί˙ χελιδωνισταί. Φώτιος, λ. ἀγείρει. Σούμμα (= Σουΐδας) , λ. ἀγείρει
Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι».
Λιώσε τα χιόνια στα βουνά
ζέστανε τα πλατάνια
φέρε μας γέλια και χαρά,
ειρήνη και ζωντάνια.
Στο σπίτι αυτό που μπήκαμε
οι εστίες να μη σβήσουν
κι όλοι οι νοικοκυραίοι του
χίλια χρόνια να ζήσουν…
ἀντρειωμένου καὶ βροντόφωνου καὶ πάντα εὐτυχισμένου.
Ἀνοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλοῦτος πολὺς νὰ ἔμπῃ μέσα,
καὶ μὲ τὸν πλοῦτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι εὐτυχία
κι ὁλόγλυκη εἰρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ὅλα γεμάτα νἆναι
καὶ τὸ ψωμὶ στὴ σκάφη νὰ φουσκώνῃ πάντα καὶ νὰ ξεχειλίζῃ.
αν είναι ορισμός σας
Ηλίου τη θεία γέννηση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Απόλλων άρχοντα θεέ,
έλα ξανά κοντά μας
συ φωτοδότη Βασιλιά,
φώτισε την καρδιά μας.
Λιώσε τα χιόνια στα βουνά
ζέστανε τα πλατάνια
φέρε μας γέλια και χαρά,
ειρήνη και ζωντάνια.
Στο σπίτι αυτό που μπήκαμε
οι εστίες να μη σβήσουν
κι όλοι οι νοικοκυραίοι του
χίλια χρόνια να ζήσουν…
Εἰρεσιώνῃ σῦκα φέρειν καὶ πίονας ἄρτους
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι
καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον,
Άναρχος Θεός καταβέβηκε και εν τη Παρθένω κατώκησε.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρετε, τάξεις των Αγγέλων ευφραίνονται
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
Δεύτε εν σπηλαίω κατίδωμεν, κείμενον εν φάτνη τον Κύριον.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.