Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

 

  • Yπολόγισε με σύντομο τρόπο πόσα μικρά τετράγωνα υπάρχουν στο διπλανό σχήμα.

  • Γράψε την πράξη που έκανες:


Yπολόγισε το πλήθος των μικρών κύβων στην παρακάτω κατασκευή:









. Ο κύριος Γιάννης έδωσε σε καθένα από τα 5 εγγόνια του 5 χαρτονομίσματα των 5 ευρώ. Να εκφράσετε με μορφή δύναμης και να υπολογίσετε τα χρήματα που έδωσε ο κύριος Γιάννης στα εγγόνια του.




 Απάντηση:………………………………………………

  Ο Λευτέρης δουλεύει σε μία εταιρεία 5 μέρες την εβδομάδα, για 5 ώρες κάθε μέρα  προς 5 ευρώ την ώρα. Να εκφράσετε με μορφή δύναμης και να υπολογίσετε τα χρήματα που παίρνει α) σε 1 εβδομάδα και β) σε 5 εβδομάδες. 




Απάντηση

Η Βροχούλα, ο Μουντζούρης κι ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο -για την ΤΕΤΑΡΤΗ-ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

 

Ένα παραμύθι για την αισιοδοξία και την αγάπη!

Βρισκόμαστε σε μία χιονισμένη πολιτεία, το 1920.

Η Χιονούλα είναι μία άσπρη, πιτσιλωτή γάτα, χωρίς αφεντικό, που αγαπούσε πολύ τη ζωή. Στην άλλη άκρη της γης ζούσε ένας μικρός κατάμαυρος σκύλος, ο Mουτζούρης. Τα κρύα αυτά Χριστούγεννα, έψαχναν και οι δύο έναν τρόπο να προφυλαχτούν. Ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο, αλλάζει τα Χριστούγεννά τους για πάντα.






Η Βροχούλα, ο Μουντζούρης

κι ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο 


Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1920 ένας τρελός χιονιάς ξάφνιασε ολόκληρη τη γη. Χιόνιζε και χιόνιζε ασταμάτητα. Όσοι είχαν ζεστά ρούχα και φωτιά ήταν ευτυχισμένοι. Κι οι γάτες τους, ευτυχισμένες κι αυτές. Οι γάτες όμως των φτωχών —και δεν ήταν λίγοι οι φτωχοί εκείνα τα Χριστούγεννα του 1920— οι γάτες, λοιπόν, των φτωχών τουρτούριζαν κι όλο στον ύπνο το 'ριχναν για να ξεχνούν την πείνα τους.


Υπήρχαν όμως και χειρότερα. Σε μια χιονισμένη πολιτεία ζούσε η Βροχούλα, μια άσπρη γάτα με καφετιές πιτσίλες, που ούτε πλούσιο είχε γι' αφεντικό ούτε καν τον πιο φτωχό απ' τους φτωχούς. Μόνη κι αδέσποτη... Στο δρόμο την έβρισκαν οι μέρες και οι νύχτες. Κοιμότανε στο δρόμο κι έτρωγε —άμα έτρωγε— ό,τι της λάχαινε. Έτσι πορευόταν η Βροχούλα. Κι επειδή πίστευε πως είν' ωραία η ζωή και πως, δεν μπορεί, θα 'ρθουν καλύτερες μέρες, όπως άκουγε τους ανθρώπους να λεν συχνά πυκνά, δε βαρυγκομούσε*. Με τόσο χιόνι όμως —τι χιόνι ήταν και τούτο!— τα 'χασε. Ξεπάγιασαν τ' αυτιά της κι η μουσούδα της. Κι οι πατούσες της ξεπάγιασαν κι αυτές. Πάει, σκεπάστηκαν κι οι σκουπιδοντενεκέδες μ' ένα πάπλωμα χιόνι, βαρύ, ασήκωτο.

«Πάλι νηστική θα μείνω χριστουγεννιάτικα», νιαούρισε τουρτουρίζοντας. Κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που το νιαούρισμά της έμοιαζε κάπως με παράπονο.


Στην άλλη άκρη της γης, σε μια άλλη χιονισμένη πολιτεία, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι είχαν άλλο χρώμα, ζούσε ο Μουντζούρης, ένας μικρός κατάμαυρος σκύλος. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στις στέγες των σπιτιών. Λες κι ήτανε κεραμιδόγατος. Δεν είχε αφεντικό κι αυτός, κι όπως η Βροχούλα, ανήμερα Χριστούγεννα, είχε ξεπαγιάσει και χάιδευε ολοένα με τα μπροστινά του πόδια την άδεια του κοιλιά, σαν να 'θελε να την παρηγορήσει. Ζητώντας λίγη ζεστασιά κουλουριάστηκε πλάι σε μια καμινάδα ο Μουντζούρης. Κι έτσι όπως έπεφτε πυκνό το χιόνι, έπρεπε κάθε τόσο να τινάζει απ' τη ράχη του τις νιφάδες, αν ήθελε να μη γίνει σαν το χιονάνθρωπο της κεντρικής πλατείας.

 


Την ίδια ώρα η Βροχούλα, στην άλλη πολιτεία, τρύπωνε σε μια ξεχαρβαλωμένη μπότα. Την είχε ανακαλύψει πεταμένη σ' ένα υπόστεγο με καυσόξυλα κι έτρεξε γραμμή να λουφάξει μέσα της. Νύχτωνε τώρα.

«Εδώ θα κάνω Χριστούγεννα», συλλογίστηκε. Κι ένιωσε μάλιστα τυχερή, γιατί ποιος ξέρει πόσες γάτες με τέτοια παγωνιά θα λαχταρούσαν μια ξεχαρβαλωμένη μπότα. Μισόκλεισε τα μάτια η Βροχούλα κι αφέθηκε σιγά σιγά να χαζεύει το φωτισμένο παράθυρο στ' αντικρινό σπίτι. Έβλεπε δώρα και παιχνίδια να βαραίνουν στα κλαριά του χριστουγεννιάτικου δέντρου, πιατέλες με φαγητά κι άλλες πιατέλες με γλυκίσματα να περνούν από χέρι σε χέρι, και δυο παιδιά να χοροπηδούν χτυπώντας παλαμάκια. Και τραγουδούσαν τα παιδιά κι είχαν τα μάγουλά τους αναψοκοκκινισμένα απ' τη ζέστη.

«Α... να 'μουν κι εγώ εκεί!», πεθύμησε η Βροχούλα. Και καθώς γέμιζε ο νους της μ' ένα σωρό τέτοιες γλυκές σκέψεις, βάρυναν τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στη μακρινή πολιτεία, στην άλλη άκρη της γης, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι είχαν άλλο χρώμα, αποκοιμιόταν κι ο Μουντζούρης με τη ράχη κολλημένη στην καμινάδα. Κι η καμινάδα ανέβαζε απ' τη σάλα χαρούμενες παιδιάστικες φωνές και ζεστασιά κι ευωδιές από ψητά που του γαργαλούσαν τα ρουθούνια. Ήρθαν, λοιπόν, και στο δικό του νου οι ίδιες γλυκές σκέψεις, οι ίδιες ακριβώς. Γιατί κι αυτός τουρτούριζε, πεινούσε κι αυτός και, τέλος πάντων, τι Χριστούγεννα ήταν πάλι και τούτα, μόνος πάνω στα κεραμίδια...


Αν όμως ήρθαν έτσι ανάποδα τα πράγματα, δε θα 'μεναν έτσι. Απ' το χριστουγεννιάτικο ουρανό, που 'ναι γεμάτος αγγελάκια μ' ασημένιες φτερούγες, για ν' ακούνε κάθε λογής ευχές κι επιθυμίες, ξεγλίστρησε ένα μικρό χριστουγεννιάτικο όνειρο και τύλιξε απαλά τη Βροχούλα και το Μουντζούρη. Τους τύλιξε και τους δυο μαζί, γιατί αποκοιμήθηκαν κι οι δυο την ίδια ακριβώς στιγμή, με τις ίδιες γλυκές σκέψεις στο μυαλό, τις ίδιες ακριβώς.

Κι είχε μέσα του το μικρό όνειρο ένα ζεστό σπίτι, και μες στο σπίτι μια φαμίλια με παιδιά κι όλοι γύρω τριγύρω απ' το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Καλό το φαγητό κι η ζεστασιά καλή, χόρτασαν και χάδια ο Μουντζούρης κι η Βροχούλα, όμως απ' όλα πιο καλό ήταν που συναντήθηκαν στο ίδιο χριστουγεννιάτικο όνειρο.

Κι ως φαίνεται, αγάπησε πολύ ο Μουντζούρης τη Βροχούλα, τον αγάπησε κι η Βροχούλα το ίδιο πολύ, το ίδιο ακριβώς, γιατί σαν τέλειωσε το όνειρο και ξύπνησε εκείνος πλάι στην καμινάδα πάλι μόνος, κι εκείνη μόνη μες στην ξεχαρβαλωμένη μπότα, άφησαν κι οι δυο τους από ένα βαθύ αναστεναγμό. Θα πρέπει μάλιστα ν' αγαπηθήκανε, όπως λεν, παράφορα, αφού την ίδια κιόλας μέρα ξεκίνησε ο Μουντζούρης απ' τη μακρινή πολιτεία στην άλλη άκρη της γης να ψάξει τη Βροχούλα. Με τον ίδιο σκοπό πήρε κι αυτή τους δρόμους... Και βέβαια τέτοιες ιστοριούλες πρέπει να 'χουν αίσιο τέλος. Έτσι δεν είναι; Μετά από χίλια βάσανα, κούραση, αγρύπνιες κι ένα σωρό κινδύνους, σμίξανε επιτέλους τα επόμενα Χριστούγεννα κοντά σ' ένα χωριό έξω απ' την Κατερίνη.

* βαρυγκομούσε (βαρυγκομώ): παραπονιόταν



Ερωτήσεις - Δραστηριότητες: 

  1. Ο Μουντζούρης και η Βροχούλα διαθέτουν γνωρίσματα που θυμίζουν ανθρώπινους χαρακτήρες; Ποια είναι αυτά;
  2. Τι λέτε, η διαφορετική γλώσσα, η θρησκεία και το χρώμα είναι λόγοι που μπορούν να εμποδίσουν δυο ανθρώπους να γνωριστούν και να ζήσουν μαζί; 
  3. Ο συγγραφέας μάς πληροφορεί στον πρόλογο του βιβλίου που περιλαμβάνει την ιστορία της Βροχούλας και του Μουντζούρη ότι όλες τις ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο τις εμπνεύστηκε κοιτάζοντας παλιές κάρτες. Γράψτε κι εσείς μια ιστορία, κοιτάζοντας μια χριστουγεννιάτικη ή άλλη κάρτα της αρεσκείας σας.
  4. Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στις δυσκολίες που σίγουρα θα συνάντησαν οι δύο ήρωές μας ώσπου ν' ανταμώσουν. Μπορείτε να αναφερθείτε εσείς σ' αυτές;

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Η Εκπαίδευση στην Τουρκοκρατία για το ΣΧΟΛΕΙΟ

ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΑΖΙ




Πως φτάσαμε στην Επανάσταση του 21; Ποιοι ήταν οι συντελεστές της εξέγερσης; Πως προετοιμάστηκε και διαφοροποιήθηκε ο Έλληνας από τους άλλους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Να μερικά ερωτήματα που έρχονται στο  νου σε όποιον μελετά την ελληνική Επανάσταση. Οι παράγοντες που έδρασαν είναι πολλοί αλλά  ο κύριος παράγοντας ήταν ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. 
Τον 18ο αιώνα η  βελτιωμένη οικονομική κατάσταση συν την άνθιση της ναυτιλίας και του εμπορίου επέφερε άνοδο του βιοτικού επιπέδου και δημιούργησε  μια πνευματική ανάταση.

Η επιστήμη πρέπει να κατακτά τη γνώση -αυστηρά και μόνο για το καλό της ανθρωπότητας;;;;;;;;;

 

Η Εκπαίδευση στην Τουρκοκρατία

Τον πρώτο καιρό της οθωμανικής κατάκτησης το σκοτάδι της αμάθειας σκέπασε τους Έλληνες.

Οι περισσότεροι μορφωμένοι κατέφυγαν στην Δύση. Ο σκλαβωμένος λαός έμεινε χωρίς δασκάλους και σχολεία.

Οι πρώτες απόπειρες εκπαίδευσης μέσα στην σκλαβιά έγιναν από την Εκκλησία, αφού οι ιερείς ήταν σχεδόν οι μοναδικοί εγγράμματοι σε κάθε χωριό, επομένως μόνον εκείνοι μπορούσαν να μάθουν γράμματα στα παιδιά, και μάλιστα, μέσα από τα μοναδικά βιβλία που υπήρχαν, με εκκλησιαστικά κείμενα.

Όπου επέτρεπαν οι συνθήκες, τα σχολεία ήταν υπαίθρια, αλλιώς το μάθημα γινόταν στους ναούς ή και σε κάποια σπίτια.

Τα κορίτσια δεν πήγαιναν στο σχολείο. Όσα ήταν πιο πλούσια, έκαναν μαθήματα στο σπίτι. Το ίδιο έκαναν και τα πιο πλούσια αγόρια.

Από τον 17ο αιώνα εμφανίζονται και σχολεία μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης. Οι μαθητές διδάσκονταν την αρχαία ελληνική γλώσσα και, αργότερα, φιλοσοφικά και επιστημονικά μαθήματα.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται τα Νεωτερικά Σχολεία, τα σχολεία δηλαδή στα οποία κυκλοφορούσαν οι ιδέες του Διαφωτισμού.

Οι ιδέες αυτές, βέβαια, καθόλου δεν άρεσαν στους εκπρο­σώ­πους της Εκκλησίας. Πολλοί πατριάρχες και ιερωμένοι πολέμησαν τα νέα σχολεία, λέγοντας πως τα μαθηματικά και οι επιστήμες ήταν επικίνδυνα για την νεολαία και πως αρκούσε μόνον η διδασκαλία του Ευαγγελίου.

Τα πιο λαμπερά, όμως, σχολεία λειτούργησαν στις πλούσιες παροικίες της Ιταλίας και στις ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Η Ακαδημία στο Ιάσιο, που ιδρύθηκε το 1707, διακρίθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα σχολεία του ελληνισμού.

Σημαντικά ελληνικά σχολεία:

Εκτός από την Πατριαρχική Σχολή της Κωνστα­ντινούπολης (το σημαντικότερο ελληνικό σχολείο στην Τουρκοκρατία), πολλά σημαντικά σχολεία λειτούργησαν σε διάφορες πόλεις της περιφέρειας (Ιωάννινα, Σμύρνη, Τραπεζούντα, κλπ.). Κάποια απ’ αυτά είναι η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιο Όρος, η Επιφάνειος Σχο­λή στα Ιωάννινα, η Σχολή της Μο­σχό­πολης (σημερινή Ν.Α. Αλβανία), η Ευαγγελική Σχολή στην Σμύρνη, η Σχολή της Χίου, η σχολή των Μηλεών του Πηλίου, κλπ.

Ο θρύλος του Κρυφού Σχολειού

Στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας, η μόρφωση ήταν παραμελημένη εντελώς. Από τα μέσα τού 17ου αιώνα όμως και μετά, άρχισαν να λειτουργούν αρκετά σχολεία, όπως δείχνουν και οι κατάλογοι με τον αριθμό των ελληνικών σχολείων εκείνης της εποχής. Μερικά από αυτά, μάλιστα, όπως η Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης ή η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, ήταν ιδιαιτέρως σημαντικά.

Κάποιες περιόδους, όμως, οι κυβερνήτες - πασάδες μερικών περιοχών, για διάφορους λόγους, ήταν αντίθετοι με την ύπαρξη σχολείων και εμπόδιζαν την λειτουργία τους.

Αυτό φαίνεται πως δημιούργησε τον θρύλο του Κρυφού Σχολειού, θρύλο που ενισχύθηκε αργότερα από τον ομότιτλο πίνακα του Νικ. Γύζη.

 ΄Ιδρυση και λειτουργία σχολείων στον ελληνικό χώρο.

 Νεωτερικά Σχολεία  

     ΗΛΙΟΚΕΝΤΡΙΚΑ                  VS            ΓΕΩΚΕΝΤΡΙΚΑ



Ερωτήσεις κατανόησης

ü Γιατί ανέλαβε η Εκκλησία την μόρφωση των Ελλήνων τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς;

ü Ποια παιδιά πήγαιναν σχολείο; Όλα;

ü Τι ήταν τα Νεωτερικά Σχολεία; Γιατί προκαλούσαν την αντίδραση της Εκκλησίας;Ποια μαθήματα διδάσκονταν;

ü Για ποιον λόγο, εκτός από ελάχιστα σχολεία όπως η Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης ή η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, τα περισσότερα από αυτά αναπτύχθηκαν στις πόλεις της περιφέρειας;

ü Πώς προέκυψαν οι ιστορίες για το Κρυφό Σχολειό; Τι σχέση έχει ο Νικόλαος Γύζης με αυτά;

Η θρησκεία είναι πίστη και απόλυτη αλήθεια. Αντιθέτως, η επιστήμη είναι αμφιβολία 

Γιατί δεν ήταν αρεστή στην Καθολική Εκκλησία η ηλιοκεντρική θεωρία

Η ηλιοκεντρική θεωρία, του Αρίσταρχου του Σάμιου και του αναβιωτή της, Νικόλαου Κοπέρνικου, ήταν –σύμφωνα με την Εκκλησία– βλασφημία γιατί έσπερνε νέες ιδέες για μια επιστήμη απαλλαγμένη από τον έλεγχο του Καθολικισμού και της Ιερής Εξέτασης. Γι’ αυτόν τον λόγο το 1616,η ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου και του Κοπέρνικου καταδικάστηκε από την Καθολική Εκκλησία ως παράλογη, ασεβής και «ψευδό-επιστημονική». 


Ο Νικόλαος Κοπέρνικος , ο Γαλιλαίος και πολλοί άλλοι  των θετικών επιστημών, με αφετηρία τους Πυθαγόρειους και τους Προσωκρατικούς Έλληνες φιλοσόφους, εβαλαν  το δικό τους πετραδάκι στην οικοδόμηση της νέας Φυσικής

Ο Κοπέρνικος (1473-1543), έκρυψε ή μάλλον δεν ήθελε να δημοσιευτεί για χρόνια το θεμελιώδες σύγγραμμά του Περί της Περιφοράς των Ουρανίων σφαιρών, ακριβώς επειδή δεν τολμούσε και ταυτόχρονα δεν ήθελε, ως ιερωμένος, να έρθει σε σύγκρουση με την Καθολική Εκκλησία στην οποία ανέκαθεν ανήκε. 

1633:Η Ιερά Εξέταση καταδικάζει τον Γαλιλαίο σε φυλάκιση ως αιρετικό, επειδή είχε υποστηρίξει ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο .




1633:Η Ιερά Εξέταση καταδικάζει τον Γαλιλαίο σε φυλάκιση ως αιρετικό, επειδή είχε υποστηρίξει ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο.

1633:Η Ιερά1633:Η Ιερά Εξέταση καταδικάζει τον Γαλιλαίο σε φυλάκιση ως αιρετικό, επειδή είχε υποστηρίξει ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο. Εξέταση καταδικάζει τον Γαλιλαίο σε φυλάκιση ως αιρετικό, επειδή είχε υποστηρίξει ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο.









ΣΜΥΡΝΗ

Ο Κούμας  πηγαίνει στην Σμύρνη με τον όρο να αγοράσει η παλιά Ευαγγελική Σχολή σφαίρες, γεωγραφικούς πίνακες, μηχανικά, χημικά και φυσικά όργανα και επιστημονικά βιβλία.  Οι συντηρητικοί λόγιοι της  Σμύρνης τάσσονται κατά του νέου σχολείου και ενεργούν  για το κλείσιμο του. Όμως ο Κούμας καταφέρνει και την ξανανοίγει με το όνομα Φιλολογικό Γυμνάσιο το οποίο θα διαγράψει μια πραγματικά λαμπρή πορεία.  Ο Κούμας  παρέδιδε μαθηματικάφυσικήαστρονομία και κάθε Σάββατο έκανε πειραματική φυσική για αρχάριους Από το 1800 αρχίζουν να γίνονται πειράματα φυσικής και χημείας τα οποία παρακολουθούν εκτός των μαθηματικών και πολλοί κάτοικοι της Σμύρνης. Οι μαθητές της σχολής έφτασαν τους 300 και διασκορπίστηκαν σε όλα τα νησιά, στην Κρήτη και στην υπόλοιπη Ελλάδα, στην Κωνσταντινούπολη και ακόμα σε μερικά μέρη της Ρωσίας Το 1819 πηγαίνει στη Βιέννη και εκδίδει την «Σύνοψης Επιστημών» για τους πρωτόπειρους όπου περιείχε :
ΑριθμητικήΓεωμετρία και νεότερη ΓεωγραφίαΑστρονομία,  Λογική και Ηθική.  Η βασιλική ακαδημία του Βερολίνου τον ανακήρυξε επίτιμο μέλος της και το πανεπιστήμιο της Λειψίας διδάκτορα της φιλοσοφίας.  
Ο Κούμας έλεγε πως οι μαθητές της Ευαγγελικής Σχολής αποφοιτούν στολισμένοι μόνο με κάποιους συνδέσμους της γραμματικής αλλά τελείως γυμνοί από γνώσεις αναγκαίες  των Μαθηματικών και της Φυσικής για την αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων της καθημερινής ζωής. Τον Γενάρη του 1810 το Φιλολογικό Γυμνάσιο κατόρθωσε να αποκτήσει δική του στέγη και να εδραιωθεί προς μεγάλη χαρά του Αδαμάντιου Κοραή 
«Πρὸς ψυχικὴν ὠφέλειαν καὶ ἐπίδοσιν τοῦ ἡμετέρου γένους».














Από τα πανάρχαια χρόνια απασχολούσε τους φιλοσόφους και τους αστρονόμους το πoιο ουράνιο σώμα κατείχε το κέντρο του γνωστού τότε κόσμου.

Οι Πυθαγόρειοι
Η Πυθαγόρεια Σχολή,Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310 π.Χ. - περίπου 230 π.Χ.) ήταν Έλληνας αστρονόμος και μαθηματικός, που γεννήθηκε στη Σάμο. Είναι ο πρώτος επιστήμονας (μετά τους Πυθαγορείους) ο οποίος πρότεινε το ηλιοκεντρικό μοντέλο του Ηλιακού Συστήματος, θέτοντας τον Ήλιο και όχι τη Γη, στο κέντρο του γνωστού Σύμπαντος. Οι ιδέες του περί Αστρονομίας φαίνεται να μην είχαν γίνει αρχικά αποδεκτές και θεωρήθηκαν κατώτερες από εκείνες του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου, όμως τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ελλιπή. Δύο χιλιάδες (2000) χρόνια μετά, ο Κοπέρνικος στηριζόμενος στις θεωρίες του Αρίσταρχου και των Πυθαγορείων, όπως ο ίδιος επισημαίνει στην εισαγωγή του έργου του, ανέλυσε περαιτέρω το ηλιοκεντρικό σύστημα, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Ωστόσο, όταν το βιβλίο εκδόθηκε το 1514, δεν περιείχε καμία αναφορά στον Αρίσταρχο. Κατά πάσα πιθανότητα ο εκδότης φοβήθηκε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να υπονόμευε το κύρος του βιβλίου ως πρωτότυπου έργου.



Tο χιόνι που μας μικραίνει -


Tο χιόνι που μας μικραίνει 

Μας πήρ... ο χιονιάς και φέτος.

Χιονίζ... απ΄το πρωί κι ο νους στο παράθ....ρο να μην το σταματήσει, να το στρώσει, να το δούμε αλλι..ς το σκηνικό μας.

Κάθε χρόνο η παρουσία του οδηγεί το μυαλό σε αναμνήσεις τ...ς παιδικής ηλικίας, στο παλιό σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, που πρωτοέπαιξα χιονοπόλεμο.

Θυμάμ.... οτι ακουγόταν στ...ν αυλή όταν το πύκνωνε.

Ναι ακουγόταν ένα πουπουλένιο παφ παφ σαν απόκοσμο νανούρισμα.

Ταξίδευ... ο πατέρας τότε και τ..ν περιμέναμε στο σπίτι όλ....

....μασταν πολλά άτομα, το 
παλιό σπίτι είχε μπόλικα δωμάτια και μας βόλευε όλους.

Χιόνιζε θυμάμαι από ν...ρίς το απόγευμα και τη μάνα μου τ...ν έζωναν τα φίδια.

Τον περίμενε πώς και πώς .

Ήμουν γύρω στα τέσσερα χρόνια μου.

Ήθελα να κρ...φτώ πριν μπει στο σπίτι για να μ΄αναζητ....σει όπως πάντα.

..... ώρες περνούσαν κι εκείνος αργούσε.

Hμασταν αγκαλιά με .......μάνα στον καναπέ του σαλονιού εκεί που ...ταν η κεντρική σόμπα που ζέσταιν... το σπίτι.

Μας πήρε ο ...πνος.

Ξαφνικά πετάχτ...κα απ΄την αγκαλιά της ακούγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο τ...ν φρένων του φορτηγού που τ....ν ήξερα τόσο καλά.

Ήταν ενα scania με κίτρινη ξύλιν... καρότσα και τα φρένα του έκαναν ιδιαίτερο ήχο σα να ξεφ...σούσαν.

Βιάστηκα να χ...θώ κάτω απ΄το τραπέζι.

Το δαμάσκο τραπεζομάντηλο είχε γύρ    του κρόσσια που μ΄άφηναν να βλέπω ενδιάμεσα.

Έβλεπα τ....ς μπότες του στο κατώφλι άκουγα τ΄αγκαλιάσματα και τα φιλιά με τ... μάνα μου και μετά περίμενα.

Ρ...τούσε πάντα με τον ίδιο π....χνιδιάρικο τρόπο.

«Πού είναι το κορίτσι μου;»

Κι εγώ που δε βαστιόμουν άλλο να σ..παίνω απαντούσα με το κεφάλι έξ.... απ΄το τραπεζομάντηλο.

«Νάτο το κορίτσι σου»

Μετά ο κόσμος μίκραιν.....

Γ....νόταν μια αγκαλιά.

Ενι...θα τα χέρια του κρ...α και αδρά στο προσ...πάκι μου, τα μάτια του να γελάνε, τα μπράτσα του να μ΄αγκαλιάζουν, να με σ   κώνουν μέχρι το ταβάνι.

Το στέρνο του μύριζε κρ...ο αέρα.

Έβαζε τις πατούσες μου πάν... στ...ς μπότες του και με π...γαινε μέχρι το κρεβάτι.

Κ....μήσου μου ΄λεγε …αύριο θα το ΄χει στρώσ... και θα κάνουμε χιονάνθρωπο πρ...ί πρωί.

Από τότε και μετά το χιόνι με μαγεύει.

Με μικραίνει.

Όπως απόψε.
Νατάσα Φωκιανίδου
 ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Με ποιες εικόνες αποδίδει η συγγραφέας τις χαρές της ειρηνικής ζωής; 



για την ΤΕΤΑΡΤΗ-ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

Ένα παραμύθι για την αισιοδοξία και την αγάπη! Βρισκόμαστε σε μία χιονισμένη πολιτεία, το 1920.

Η Χιονούλα είναι μία άσπρη, πιτσιλωτή γάτα, χωρίς αφεντικό, που αγαπούσε πολύ τη ζωή. Στην άλλη άκρη της γης ζούσε ένας μικρός κατάμαυρος σκύλος, ο Mουτζούρης. Τα κρύα αυτά Χριστούγεννα, έψαχναν και οι δύο έναν τρόπο να προφυλαχτούν. Ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο, αλλάζει τα Χριστούγεννά τους για πάντα.






Η Βροχούλα, ο Μουντζούρης

κι ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο 


Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1920 ένας τρελός χιονιάς ξάφνιασε ολόκληρη τη γη. Χιόνιζε και χιόνιζε ασταμάτητα. Όσοι είχαν ζεστά ρούχα και φωτιά ήταν ευτυχισμένοι. Κι οι γάτες τους, ευτυχισμένες κι αυτές. Οι γάτες όμως των φτωχών —και δεν ήταν λίγοι οι φτωχοί εκείνα τα Χριστούγεννα του 1920— οι γάτες, λοιπόν, των φτωχών τουρτούριζαν κι όλο στον ύπνο το 'ριχναν για να ξεχνούν την πείνα τους.


Υπήρχαν όμως και χειρότερα. Σε μια χιονισμένη πολιτεία ζούσε η Βροχούλα, μια άσπρη γάτα με καφετιές πιτσίλες, που ούτε πλούσιο είχε γι' αφεντικό ούτε καν τον πιο φτωχό απ' τους φτωχούς. Μόνη κι αδέσποτη... Στο δρόμο την έβρισκαν οι μέρες και οι νύχτες. Κοιμότανε στο δρόμο κι έτρωγε —άμα έτρωγε— ό,τι της λάχαινε. Έτσι πορευόταν η Βροχούλα. Κι επειδή πίστευε πως είν' ωραία η ζωή και πως, δεν μπορεί, θα 'ρθουν καλύτερες μέρες, όπως άκουγε τους ανθρώπους να λεν συχνά πυκνά, δε βαρυγκομούσε*. Με τόσο χιόνι όμως —τι χιόνι ήταν και τούτο!— τα 'χασε. Ξεπάγιασαν τ' αυτιά της κι η μουσούδα της. Κι οι πατούσες της ξεπάγιασαν κι αυτές. Πάει, σκεπάστηκαν κι οι σκουπιδοντενεκέδες μ' ένα πάπλωμα χιόνι, βαρύ, ασήκωτο.

«Πάλι νηστική θα μείνω χριστουγεννιάτικα», νιαούρισε τουρτουρίζοντας. Κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που το νιαούρισμά της έμοιαζε κάπως με παράπονο.


Στην άλλη άκρη της γης, σε μια άλλη χιονισμένη πολιτεία, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι είχαν άλλο χρώμα, ζούσε ο Μουντζούρης, ένας μικρός κατάμαυρος σκύλος. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στις στέγες των σπιτιών. Λες κι ήτανε κεραμιδόγατος. Δεν είχε αφεντικό κι αυτός, κι όπως η Βροχούλα, ανήμερα Χριστούγεννα, είχε ξεπαγιάσει και χάιδευε ολοένα με τα μπροστινά του πόδια την άδεια του κοιλιά, σαν να 'θελε να την παρηγορήσει. Ζητώντας λίγη ζεστασιά κουλουριάστηκε πλάι σε μια καμινάδα ο Μουντζούρης. Κι έτσι όπως έπεφτε πυκνό το χιόνι, έπρεπε κάθε τόσο να τινάζει απ' τη ράχη του τις νιφάδες, αν ήθελε να μη γίνει σαν το χιονάνθρωπο της κεντρικής πλατείας.

 


Την ίδια ώρα η Βροχούλα, στην άλλη πολιτεία, τρύπωνε σε μια ξεχαρβαλωμένη μπότα. Την είχε ανακαλύψει πεταμένη σ' ένα υπόστεγο με καυσόξυλα κι έτρεξε γραμμή να λουφάξει μέσα της. Νύχτωνε τώρα.

«Εδώ θα κάνω Χριστούγεννα», συλλογίστηκε. Κι ένιωσε μάλιστα τυχερή, γιατί ποιος ξέρει πόσες γάτες με τέτοια παγωνιά θα λαχταρούσαν μια ξεχαρβαλωμένη μπότα. Μισόκλεισε τα μάτια η Βροχούλα κι αφέθηκε σιγά σιγά να χαζεύει το φωτισμένο παράθυρο στ' αντικρινό σπίτι. Έβλεπε δώρα και παιχνίδια να βαραίνουν στα κλαριά του χριστουγεννιάτικου δέντρου, πιατέλες με φαγητά κι άλλες πιατέλες με γλυκίσματα να περνούν από χέρι σε χέρι, και δυο παιδιά να χοροπηδούν χτυπώντας παλαμάκια. Και τραγουδούσαν τα παιδιά κι είχαν τα μάγουλά τους αναψοκοκκινισμένα απ' τη ζέστη.

«Α... να 'μουν κι εγώ εκεί!», πεθύμησε η Βροχούλα. Και καθώς γέμιζε ο νους της μ' ένα σωρό τέτοιες γλυκές σκέψεις, βάρυναν τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στη μακρινή πολιτεία, στην άλλη άκρη της γης, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι είχαν άλλο χρώμα, αποκοιμιόταν κι ο Μουντζούρης με τη ράχη κολλημένη στην καμινάδα. Κι η καμινάδα ανέβαζε απ' τη σάλα χαρούμενες παιδιάστικες φωνές και ζεστασιά κι ευωδιές από ψητά που του γαργαλούσαν τα ρουθούνια. Ήρθαν, λοιπόν, και στο δικό του νου οι ίδιες γλυκές σκέψεις, οι ίδιες ακριβώς. Γιατί κι αυτός τουρτούριζε, πεινούσε κι αυτός και, τέλος πάντων, τι Χριστούγεννα ήταν πάλι και τούτα, μόνος πάνω στα κεραμίδια...


Αν όμως ήρθαν έτσι ανάποδα τα πράγματα, δε θα 'μεναν έτσι. Απ' το χριστουγεννιάτικο ουρανό, που 'ναι γεμάτος αγγελάκια μ' ασημένιες φτερούγες, για ν' ακούνε κάθε λογής ευχές κι επιθυμίες, ξεγλίστρησε ένα μικρό χριστουγεννιάτικο όνειρο και τύλιξε απαλά τη Βροχούλα και το Μουντζούρη. Τους τύλιξε και τους δυο μαζί, γιατί αποκοιμήθηκαν κι οι δυο την ίδια ακριβώς στιγμή, με τις ίδιες γλυκές σκέψεις στο μυαλό, τις ίδιες ακριβώς.

Κι είχε μέσα του το μικρό όνειρο ένα ζεστό σπίτι, και μες στο σπίτι μια φαμίλια με παιδιά κι όλοι γύρω τριγύρω απ' το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Καλό το φαγητό κι η ζεστασιά καλή, χόρτασαν και χάδια ο Μουντζούρης κι η Βροχούλα, όμως απ' όλα πιο καλό ήταν που συναντήθηκαν στο ίδιο χριστουγεννιάτικο όνειρο.

Κι ως φαίνεται, αγάπησε πολύ ο Μουντζούρης τη Βροχούλα, τον αγάπησε κι η Βροχούλα το ίδιο πολύ, το ίδιο ακριβώς, γιατί σαν τέλειωσε το όνειρο και ξύπνησε εκείνος πλάι στην καμινάδα πάλι μόνος, κι εκείνη μόνη μες στην ξεχαρβαλωμένη μπότα, άφησαν κι οι δυο τους από ένα βαθύ αναστεναγμό. Θα πρέπει μάλιστα ν' αγαπηθήκανε, όπως λεν, παράφορα, αφού την ίδια κιόλας μέρα ξεκίνησε ο Μουντζούρης απ' τη μακρινή πολιτεία στην άλλη άκρη της γης να ψάξει τη Βροχούλα. Με τον ίδιο σκοπό πήρε κι αυτή τους δρόμους... Και βέβαια τέτοιες ιστοριούλες πρέπει να 'χουν αίσιο τέλος. Έτσι δεν είναι; Μετά από χίλια βάσανα, κούραση, αγρύπνιες κι ένα σωρό κινδύνους, σμίξανε επιτέλους τα επόμενα Χριστούγεννα κοντά σ' ένα χωριό έξω απ' την Κατερίνη.

* βαρυγκομούσε (βαρυγκομώ): παραπονιόταν

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


image45Ερωτήσεις - Δραστηριότητες: Εφαρμογή

  1. Ο Μουντζούρης και η Βροχούλα διαθέτουν γνωρίσματα που θυμίζουν ανθρώπινους χαρακτήρες; Ποια είναι αυτά;
  2. Τι λέτε, η διαφορετική γλώσσα, η θρησκεία και το χρώμα είναι λόγοι που μπορούν να εμποδίσουν δυο ανθρώπους να γνωριστούν και να ζήσουν μαζί; Συζητήστε το στην τάξη.
  3. Ο συγγραφέας μάς πληροφορεί στον πρόλογο του βιβλίου που περιλαμβάνει την ιστορία της Βροχούλας και του Μουντζούρη ότι όλες τις ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο τις εμπνεύστηκε κοιτάζοντας παλιές κάρτες. Γράψτε κι εσείς μια ιστορία, κοιτάζοντας μια χριστουγεννιάτικη ή άλλη κάρτα της αρεσκείας σας.
  4. Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στις δυσκολίες που σίγουρα θα συνάντησαν οι δύο ήρωές μας ώσπου ν' ανταμώσουν. Μπορείτε να αναφερθείτε εσείς σ' αυτές;

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Το γλωσσικό ζήτημα (1760-1824)- ΙΣΜΗΝΗ

 Μηκρη ορμηνια για τα γραματα κε ορθογραφηα της ρομεηκης γλοσας» 

Οι «δημοτικιστές» υποστήριζαν την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας και πρότειναν τη φωνητική γραφή, ώστε να υπάρξει ταύτιση προφορικού και γραπτού λόγου.

«Μη ηθελα μου προβαλης πος πρεπη να γραφομε γηα τα ματια, κε οχη γηα τ’ αφτηα;».

Η αρχαία ελληνική ήταν κατάλληλη για τους αρχαίους, αλλά για τους συγχρόνους η αξία της παρέμενε μουσειακή.

Η Κοραϊκή «μέση οδός»

Η γλώσσα των «νυν Γραικών» με το πέρασμα του χρόνου λόγω της υποδούλωσης του ελληνισμού είχε υποστεί τις συνέπειες της παρακμής: ήταν φτωχή, διέθετε πολλά λεξιλογικά δάνεια «βαρβαρόμορφα» (δηλαδή ξενόγλωσσα) και «ζιζάνια χυδαιότητος» (δηλαδή που χρησιμοποιούσαν οι χυδαίοι, ο αμόρφωτος λαός), ήταν ασύντακτη, ακανόνιστη («μειξοβάρβαρη»). Έπρεπε λοιπόν να διορθωθεί, να καθαριστεί από ξένες λέξεις, να κανονιστεί με κανόνες και να εμπλουτιστεί με στοιχεία της αρχαίας παράδοσης που παρέμεναν ζωντανά. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια τυποποιημένη γλώσσα, η «κοινή ημών γλώσσα», βασισμένη σε απλούς κανόνες, κατανοητή από τους πολλούς, απαλλαγμένη από τις λέξεις των «χυδαίων» (του αμόρφωτου λαού).

Η κριτική του Κοραή στράφηκε προς τους αρχαϊστές, που υποστήριζαν την επιστροφή στη γλώσσα της κλασικής αρχαιότητας:

 Εις τους φίλους του μακαρονισμού 

Αυτοί νομίζουν ότι να γράφει τις Ελληνικά, αρκεί να συντάσσει τα ρήματα και τας προθέσεις με τας αυτάς ονομαστικάς πτώσεις, με τας οποίας τα εσύντασσαν οι παλαιοί .

Κυριότερος, όμως, αντίπαλος του Κοραή και της «μέσης οδού» στάθηκε ο ηπειρώτης Νεόφυτος Δούκας (π. 1762-1845), που υπήρξε μαθητής του αρχαϊστή Λάμπρου Φωτιάδη στο Βουκουρέστι. 

Πίστευε, λοιπόν, ότι η καθιέρωση της αρχαίας γλώσσας, δηλαδή του γλωσσικού οργάνου που εξέφραζε τα πνευματικά επιτεύγματα της αρχαιότητας, μπορούσε να εξασφαλίσει ανάλογες επιδόσεις στον «αναγεννώμενο» ελληνισμό. 


 Ο Διάλογος του Διονύσιου Σολωμού

Στον Διάλογο παίρνουν μέρος ο Ποιητής (εκπροσωπεί τις απόψεις του Σολωμού), ο Φίλος (πιθανόν ο Σπυρίδων Τρικούπης) και ένας Σοφολογιότατος.

Ο Ποιητής μέσα από τη συνομιλία του με τον Φίλο,δείχνει ότι ο αγώνας για την επικράτηση της ομιλουμένης ταυτίζεται με τον αγώνα για την εθνική ελευθερία· εκφράζει, επίσης, τη διαφωνία του με τον σοφολογιοτατισμό, που τον ταυτίζει με τον κοραϊσμό .

«Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα>>

Ο Ποιητής λέγει ότι ο συγγραφέας δεν διδάσκει τις λέξεις και «ότι ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός». Τα νέα ελληνικά, υποστηρίζει, αποτελούν εξελιγμένη μορφή των αρχαίων ελληνικών και πρέπει να επιβληθούν όπως όλες οι ζωντανές γλώσσες της Ευρώπης.


Η έριδα με το Φιλολογικό Γυμνάσιο

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ – Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ

 Mια φορά, όταν ήμουν ακόμη έξι ετών, είδα μια υπέροχη εικόνα σ’ ένα βιβλίο σχετικά με το Παρθένο Δάσος που λεγόταν «Αληθινές ιστορίες». Αποτυπωνόταν σ’ αυτή ένας βόας που καταβρόχθιζε ένα αγρίμι. Ορίστε λοιπόν το αντίγραφο της εικόνας.

  


      Στο βιβλίο έγραφε: «Οι βόες καταπίνουν τη λεία τους ολόκληρη, χωρίς να τη μασήσουν καθόλου. Έπειτα, δεν μπορούν να κουνηθούν και κοιμούνται έξι μήνες μέχρι να χωνέψουν». Λοιπόν, τότε σκέφτηκα πολύ τις περιπέτειες της ζούγκλας και κατάφερα, με τη σειρά μου, να σχεδιάσω μ’ ένα χρωματιστό μολύβι, το πρώτο μου σκίτσο. Το σκίτσο μου με τον αριθμό 1. Ήταν κάπως έτσι:

    


   Έδειξα το αριστούργημά μου σε ενήλικες και τους ρώτησα αν τους φόβισε το σκίτσο μου. Εκείνοι μου απάντησαν: «Γιατί να μας φοβίσει ένα καπέλο;» \

 

     Το σκίτσο μου δεν έδειχνε ένα καπέλο. Έδειχνε έναν βόα που χώνευε έναν ελέφαντα. Τότε κι εγώ ζωγράφισα τηνεσωτερική πλευρά του βόα για να μπορέσουν οι ενήλικες να καταλάβουν. Έχουν πάντα ανάγκη από εξηγήσεις. Το σκίτσο μου με τον αριθμό 2 ήταν κάπως έτσι:

 


   Οι ενήλικες με συμβούλευσαν να αφήσω στην άκρη τα σκίτσα με τους βόες, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού του σώματός τους, και να ασχοληθώ καλύτερα με τη γεωγραφία, την ιστορία, την αριθμητική και τη γραμματική. Έτσι, στην ηλικία των έξι ετών, εγκατέλειψα μια θαυμάσια καριέρα στη ζωγραφική. Είχα απογοητευθεί από την αποτυχία του σκίτσου μου με αριθμό 1 και αυτού με τον αριθμό 2. Οι ενήλικες δεν καταλαβαίνουν ποτέ μόνοι τους τίποτα και είναι πολύ κουραστικό για τα παιδιά να τους δίνουν πάντα εξηγήσεις.

   

        Γι’ αυτό έπρεπε να διαλέξω ένα άλλο επάγγελμα κι έτσι έμαθα να οδηγώ αεροπλάνα. Έχω πετάξει σ’ όλο τον κόσμο. Και η γεωγραφία, είναι αλήθεια, μου φάνηκε αρκετά χρήσιμη. Από την πρώτη ματιά ήξερα να ξεχωρίζω την Κίνα από την Αριζόνα, κάτι πολύ χρήσιμο όταν τη νύχτα τυχαίνει να έχεις χάσει τον δρόμο σου.

   

          Κατά τη διάρκεια της ζωής μου είχα πολλές επαφές με πολλούς σοβαρούς ανθρώπους. Έζησα πολύ με τους ενήλικες. Τους είδα από πολύ κοντά αλλά αυτό δεν βελτίωσε τη γνώμη μου γι’ αυτούς.

 

      Όταν τύχαινε να συναντούσα κάποιον που μου φαινόταν έξυπνος, του έκανα το πείραμα με το σκίτσο μου με τον αριθμό 1, που είχα πάντα μαζί μου. Ήθελα να γνωρίζω αν καταλάβαινε πραγματικά. Όμως πάντοτε η απάντηση ήταν: «Είναι ένα καπέλο». Τότε δεν του μιλούσα για βόες, ούτε για παρθένα δάση, ούτε για αστέρια. Πήγαινα με τα νερά του. Του έλεγα για μπριζ, για γκολφ, για πολιτική και για γραβάτες. Και ο ενήλικας ήταν πανευτυχής που είχε γνωρίσει έναν άνθρωπο εξίσου λογικό.

 .     Έτσι έζησα μονάχος δίχως κανέναν με τον οποίο να μπορώ να μιλήσω πραγματικά, ώσπου μια φορά, έξι χρόνια πριν, αναγκάστηκα να σταματήσω στην έρημο της Σαχάρας. Κάτι είχε σπάσει στον κινητήρα μου. Καθώς δεν είχα μαζί μου ούτε μηχανικό ούτε επιβάτες, ετοιμαζόμουν να δοκιμάσω μόνος μου μια δύσκολη επισκευή. Ήταν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου για μένα. Το νερό που είχα μαζί μου έφτανε μόνο για οκτώ ημέρες. 

        Το πρώτο βράδυ λοιπόν κοιμήθηκα πάνω στην άμμο, χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή. Ήμουν πιο απομονωμένος κι από έναν ναυαγό πάνω σε μια σχεδία στη μέση του ωκεανού. Φαντάζεστε επομένως την έκπληξή μου όταν τα ξημερώματα με ξύπνησε μια περίεργη σιγανή φωνούλα, λέγοντας:

 «Σε παρακαλώ… Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι!» 

«Ορίστε;» 

«Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι…» 

   Πετάχτηκα πάνω σαν να με είχε κτυπήσει κεραυνός. Έτριψα καλά τα μάτια μου. Κοίταξα προσεκτικά. Και είδα ένα μικρό, περίεργο ανθρωπάκι που με παρατηρούσε σοβαρά. Ορίστε λοιπόν το καλύτερο πορτραίτο του που, αργότερα, κατάφερα να κάνω. Όμως το σκίτσο μου, φυσικά, είναι πολύ λιγότερο γοητευτικό από το μοντέλο. Δεν είναι δικό μου λάθος. Είχα απογοητευθεί πολύ από την καριέρα μου στη ζωγραφική από τους ενήλικες, στην ηλικία των έξι ετών, και δεν έμαθα να σχεδιάζω τίποτα άλλο πέρα από βόες ως προς το εσωτερικό και το εξωτερικό τους. 

   Κοιτούσα λοιπόν αυτή την οπτασία με γουρλωμένα από την έκπληξη μάτια. Μην ξεχνάτε πως βρισκόμουν χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή. Ωστόσο το περίεργο ανθρωπάκι μου δεν φαινόταν να έχει χαθεί ή να έχει εξαντληθεί από την κούραση, την πείνα, τη δίψα ή τον φόβο. Καθόλου δεν έδινε την εντύπωση ενός παιδιού χαμένου στη μέση της ερήμου, χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή.

   Όταν κατάφερα να του μιλήσω επιτέλους, του είπα: «

Μα, τι κάνεις εδώ πέρα;» 

Και μου ξαναείπε, ψιθυριστά, σαν να ήταν κάτι πολύ σοβαρό:

 «Σε παρακαλώ… Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι…»

   Όταν το μυστήριο είναι τόσο εντυπωσιακό, δεν τολμάς να παρακούσεις. Όσο παράλογο κι αν μου φαινόταν καθώς βρισκόμουν χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή, και σε κίνδυνο θανάσιμο, έβγαλα από την τσέπη μου ένα κομμάτι χαρτί και ένα στυλό. Θυμήθηκα τότε ότι είχασπουδάσει κυρίως γεωγραφία, ιστορία, αριθμητική και γραμματική και είπα (με μια μικρή δόση μαύρου χιούμορ) στο μικρό ανθρωπάκι ότι δεν ήξερα να ζωγραφίζω. 

Μου απάντησε: «Δεν πειράζει. Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι».


ΠΑΤΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ   book
https://www.ebooks4greeks.gr/%ce%bf-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%bf%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%b3%ce%ba%ce%b9%cf%80%ce%b1%cf%82