Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Tο χιόνι που μας μικραίνει -


Tο χιόνι που μας μικραίνει 

Μας πήρ... ο χιονιάς και φέτος.

Χιονίζ... απ΄το πρωί κι ο νους στο παράθ....ρο να μην το σταματήσει, να το στρώσει, να το δούμε αλλι..ς το σκηνικό μας.

Κάθε χρόνο η παρουσία του οδηγεί το μυαλό σε αναμνήσεις τ...ς παιδικής ηλικίας, στο παλιό σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, που πρωτοέπαιξα χιονοπόλεμο.

Θυμάμ.... οτι ακουγόταν στ...ν αυλή όταν το πύκνωνε.

Ναι ακουγόταν ένα πουπουλένιο παφ παφ σαν απόκοσμο νανούρισμα.

Ταξίδευ... ο πατέρας τότε και τ..ν περιμέναμε στο σπίτι όλ....

....μασταν πολλά άτομα, το 
παλιό σπίτι είχε μπόλικα δωμάτια και μας βόλευε όλους.

Χιόνιζε θυμάμαι από ν...ρίς το απόγευμα και τη μάνα μου τ...ν έζωναν τα φίδια.

Τον περίμενε πώς και πώς .

Ήμουν γύρω στα τέσσερα χρόνια μου.

Ήθελα να κρ...φτώ πριν μπει στο σπίτι για να μ΄αναζητ....σει όπως πάντα.

..... ώρες περνούσαν κι εκείνος αργούσε.

Hμασταν αγκαλιά με .......μάνα στον καναπέ του σαλονιού εκεί που ...ταν η κεντρική σόμπα που ζέσταιν... το σπίτι.

Μας πήρε ο ...πνος.

Ξαφνικά πετάχτ...κα απ΄την αγκαλιά της ακούγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο τ...ν φρένων του φορτηγού που τ....ν ήξερα τόσο καλά.

Ήταν ενα scania με κίτρινη ξύλιν... καρότσα και τα φρένα του έκαναν ιδιαίτερο ήχο σα να ξεφ...σούσαν.

Βιάστηκα να χ...θώ κάτω απ΄το τραπέζι.

Το δαμάσκο τραπεζομάντηλο είχε γύρ    του κρόσσια που μ΄άφηναν να βλέπω ενδιάμεσα.

Έβλεπα τ....ς μπότες του στο κατώφλι άκουγα τ΄αγκαλιάσματα και τα φιλιά με τ... μάνα μου και μετά περίμενα.

Ρ...τούσε πάντα με τον ίδιο π....χνιδιάρικο τρόπο.

«Πού είναι το κορίτσι μου;»

Κι εγώ που δε βαστιόμουν άλλο να σ..παίνω απαντούσα με το κεφάλι έξ.... απ΄το τραπεζομάντηλο.

«Νάτο το κορίτσι σου»

Μετά ο κόσμος μίκραιν.....

Γ....νόταν μια αγκαλιά.

Ενι...θα τα χέρια του κρ...α και αδρά στο προσ...πάκι μου, τα μάτια του να γελάνε, τα μπράτσα του να μ΄αγκαλιάζουν, να με σ   κώνουν μέχρι το ταβάνι.

Το στέρνο του μύριζε κρ...ο αέρα.

Έβαζε τις πατούσες μου πάν... στ...ς μπότες του και με π...γαινε μέχρι το κρεβάτι.

Κ....μήσου μου ΄λεγε …αύριο θα το ΄χει στρώσ... και θα κάνουμε χιονάνθρωπο πρ...ί πρωί.

Από τότε και μετά το χιόνι με μαγεύει.

Με μικραίνει.

Όπως απόψε.
Νατάσα Φωκιανίδου
 ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Με ποιες εικόνες αποδίδει η συγγραφέας τις χαρές της ειρηνικής ζωής; 



για την ΤΕΤΑΡΤΗ-ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

Ένα παραμύθι για την αισιοδοξία και την αγάπη! Βρισκόμαστε σε μία χιονισμένη πολιτεία, το 1920.

Η Χιονούλα είναι μία άσπρη, πιτσιλωτή γάτα, χωρίς αφεντικό, που αγαπούσε πολύ τη ζωή. Στην άλλη άκρη της γης ζούσε ένας μικρός κατάμαυρος σκύλος, ο Mουτζούρης. Τα κρύα αυτά Χριστούγεννα, έψαχναν και οι δύο έναν τρόπο να προφυλαχτούν. Ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο, αλλάζει τα Χριστούγεννά τους για πάντα.






Η Βροχούλα, ο Μουντζούρης

κι ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο 


Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1920 ένας τρελός χιονιάς ξάφνιασε ολόκληρη τη γη. Χιόνιζε και χιόνιζε ασταμάτητα. Όσοι είχαν ζεστά ρούχα και φωτιά ήταν ευτυχισμένοι. Κι οι γάτες τους, ευτυχισμένες κι αυτές. Οι γάτες όμως των φτωχών —και δεν ήταν λίγοι οι φτωχοί εκείνα τα Χριστούγεννα του 1920— οι γάτες, λοιπόν, των φτωχών τουρτούριζαν κι όλο στον ύπνο το 'ριχναν για να ξεχνούν την πείνα τους.


Υπήρχαν όμως και χειρότερα. Σε μια χιονισμένη πολιτεία ζούσε η Βροχούλα, μια άσπρη γάτα με καφετιές πιτσίλες, που ούτε πλούσιο είχε γι' αφεντικό ούτε καν τον πιο φτωχό απ' τους φτωχούς. Μόνη κι αδέσποτη... Στο δρόμο την έβρισκαν οι μέρες και οι νύχτες. Κοιμότανε στο δρόμο κι έτρωγε —άμα έτρωγε— ό,τι της λάχαινε. Έτσι πορευόταν η Βροχούλα. Κι επειδή πίστευε πως είν' ωραία η ζωή και πως, δεν μπορεί, θα 'ρθουν καλύτερες μέρες, όπως άκουγε τους ανθρώπους να λεν συχνά πυκνά, δε βαρυγκομούσε*. Με τόσο χιόνι όμως —τι χιόνι ήταν και τούτο!— τα 'χασε. Ξεπάγιασαν τ' αυτιά της κι η μουσούδα της. Κι οι πατούσες της ξεπάγιασαν κι αυτές. Πάει, σκεπάστηκαν κι οι σκουπιδοντενεκέδες μ' ένα πάπλωμα χιόνι, βαρύ, ασήκωτο.

«Πάλι νηστική θα μείνω χριστουγεννιάτικα», νιαούρισε τουρτουρίζοντας. Κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που το νιαούρισμά της έμοιαζε κάπως με παράπονο.


Στην άλλη άκρη της γης, σε μια άλλη χιονισμένη πολιτεία, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι είχαν άλλο χρώμα, ζούσε ο Μουντζούρης, ένας μικρός κατάμαυρος σκύλος. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στις στέγες των σπιτιών. Λες κι ήτανε κεραμιδόγατος. Δεν είχε αφεντικό κι αυτός, κι όπως η Βροχούλα, ανήμερα Χριστούγεννα, είχε ξεπαγιάσει και χάιδευε ολοένα με τα μπροστινά του πόδια την άδεια του κοιλιά, σαν να 'θελε να την παρηγορήσει. Ζητώντας λίγη ζεστασιά κουλουριάστηκε πλάι σε μια καμινάδα ο Μουντζούρης. Κι έτσι όπως έπεφτε πυκνό το χιόνι, έπρεπε κάθε τόσο να τινάζει απ' τη ράχη του τις νιφάδες, αν ήθελε να μη γίνει σαν το χιονάνθρωπο της κεντρικής πλατείας.

 


Την ίδια ώρα η Βροχούλα, στην άλλη πολιτεία, τρύπωνε σε μια ξεχαρβαλωμένη μπότα. Την είχε ανακαλύψει πεταμένη σ' ένα υπόστεγο με καυσόξυλα κι έτρεξε γραμμή να λουφάξει μέσα της. Νύχτωνε τώρα.

«Εδώ θα κάνω Χριστούγεννα», συλλογίστηκε. Κι ένιωσε μάλιστα τυχερή, γιατί ποιος ξέρει πόσες γάτες με τέτοια παγωνιά θα λαχταρούσαν μια ξεχαρβαλωμένη μπότα. Μισόκλεισε τα μάτια η Βροχούλα κι αφέθηκε σιγά σιγά να χαζεύει το φωτισμένο παράθυρο στ' αντικρινό σπίτι. Έβλεπε δώρα και παιχνίδια να βαραίνουν στα κλαριά του χριστουγεννιάτικου δέντρου, πιατέλες με φαγητά κι άλλες πιατέλες με γλυκίσματα να περνούν από χέρι σε χέρι, και δυο παιδιά να χοροπηδούν χτυπώντας παλαμάκια. Και τραγουδούσαν τα παιδιά κι είχαν τα μάγουλά τους αναψοκοκκινισμένα απ' τη ζέστη.

«Α... να 'μουν κι εγώ εκεί!», πεθύμησε η Βροχούλα. Και καθώς γέμιζε ο νους της μ' ένα σωρό τέτοιες γλυκές σκέψεις, βάρυναν τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στη μακρινή πολιτεία, στην άλλη άκρη της γης, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι είχαν άλλο χρώμα, αποκοιμιόταν κι ο Μουντζούρης με τη ράχη κολλημένη στην καμινάδα. Κι η καμινάδα ανέβαζε απ' τη σάλα χαρούμενες παιδιάστικες φωνές και ζεστασιά κι ευωδιές από ψητά που του γαργαλούσαν τα ρουθούνια. Ήρθαν, λοιπόν, και στο δικό του νου οι ίδιες γλυκές σκέψεις, οι ίδιες ακριβώς. Γιατί κι αυτός τουρτούριζε, πεινούσε κι αυτός και, τέλος πάντων, τι Χριστούγεννα ήταν πάλι και τούτα, μόνος πάνω στα κεραμίδια...


Αν όμως ήρθαν έτσι ανάποδα τα πράγματα, δε θα 'μεναν έτσι. Απ' το χριστουγεννιάτικο ουρανό, που 'ναι γεμάτος αγγελάκια μ' ασημένιες φτερούγες, για ν' ακούνε κάθε λογής ευχές κι επιθυμίες, ξεγλίστρησε ένα μικρό χριστουγεννιάτικο όνειρο και τύλιξε απαλά τη Βροχούλα και το Μουντζούρη. Τους τύλιξε και τους δυο μαζί, γιατί αποκοιμήθηκαν κι οι δυο την ίδια ακριβώς στιγμή, με τις ίδιες γλυκές σκέψεις στο μυαλό, τις ίδιες ακριβώς.

Κι είχε μέσα του το μικρό όνειρο ένα ζεστό σπίτι, και μες στο σπίτι μια φαμίλια με παιδιά κι όλοι γύρω τριγύρω απ' το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Καλό το φαγητό κι η ζεστασιά καλή, χόρτασαν και χάδια ο Μουντζούρης κι η Βροχούλα, όμως απ' όλα πιο καλό ήταν που συναντήθηκαν στο ίδιο χριστουγεννιάτικο όνειρο.

Κι ως φαίνεται, αγάπησε πολύ ο Μουντζούρης τη Βροχούλα, τον αγάπησε κι η Βροχούλα το ίδιο πολύ, το ίδιο ακριβώς, γιατί σαν τέλειωσε το όνειρο και ξύπνησε εκείνος πλάι στην καμινάδα πάλι μόνος, κι εκείνη μόνη μες στην ξεχαρβαλωμένη μπότα, άφησαν κι οι δυο τους από ένα βαθύ αναστεναγμό. Θα πρέπει μάλιστα ν' αγαπηθήκανε, όπως λεν, παράφορα, αφού την ίδια κιόλας μέρα ξεκίνησε ο Μουντζούρης απ' τη μακρινή πολιτεία στην άλλη άκρη της γης να ψάξει τη Βροχούλα. Με τον ίδιο σκοπό πήρε κι αυτή τους δρόμους... Και βέβαια τέτοιες ιστοριούλες πρέπει να 'χουν αίσιο τέλος. Έτσι δεν είναι; Μετά από χίλια βάσανα, κούραση, αγρύπνιες κι ένα σωρό κινδύνους, σμίξανε επιτέλους τα επόμενα Χριστούγεννα κοντά σ' ένα χωριό έξω απ' την Κατερίνη.

* βαρυγκομούσε (βαρυγκομώ): παραπονιόταν

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


image45Ερωτήσεις - Δραστηριότητες: Εφαρμογή

  1. Ο Μουντζούρης και η Βροχούλα διαθέτουν γνωρίσματα που θυμίζουν ανθρώπινους χαρακτήρες; Ποια είναι αυτά;
  2. Τι λέτε, η διαφορετική γλώσσα, η θρησκεία και το χρώμα είναι λόγοι που μπορούν να εμποδίσουν δυο ανθρώπους να γνωριστούν και να ζήσουν μαζί; Συζητήστε το στην τάξη.
  3. Ο συγγραφέας μάς πληροφορεί στον πρόλογο του βιβλίου που περιλαμβάνει την ιστορία της Βροχούλας και του Μουντζούρη ότι όλες τις ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο τις εμπνεύστηκε κοιτάζοντας παλιές κάρτες. Γράψτε κι εσείς μια ιστορία, κοιτάζοντας μια χριστουγεννιάτικη ή άλλη κάρτα της αρεσκείας σας.
  4. Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στις δυσκολίες που σίγουρα θα συνάντησαν οι δύο ήρωές μας ώσπου ν' ανταμώσουν. Μπορείτε να αναφερθείτε εσείς σ' αυτές;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου