Mια φορά, όταν ήμουν ακόμη έξι ετών, είδα μια υπέροχη εικόνα σ’ ένα βιβλίο σχετικά με το Παρθένο Δάσος που λεγόταν «Αληθινές ιστορίες». Αποτυπωνόταν σ’ αυτή ένας βόας που καταβρόχθιζε ένα αγρίμι. Ορίστε λοιπόν το αντίγραφο της εικόνας.
Στο βιβλίο έγραφε: «Οι βόες καταπίνουν τη λεία τους ολόκληρη, χωρίς να τη μασήσουν καθόλου. Έπειτα, δεν μπορούν να κουνηθούν και κοιμούνται έξι μήνες μέχρι να χωνέψουν». Λοιπόν, τότε σκέφτηκα πολύ τις περιπέτειες της ζούγκλας και κατάφερα, με τη σειρά μου, να σχεδιάσω μ’ ένα χρωματιστό μολύβι, το πρώτο μου σκίτσο. Το σκίτσο μου με τον αριθμό 1. Ήταν κάπως έτσι:
Έδειξα το αριστούργημά μου σε ενήλικες και τους ρώτησα αν τους φόβισε το σκίτσο μου. Εκείνοι μου απάντησαν: «Γιατί να μας φοβίσει ένα καπέλο;» \
Το σκίτσο μου δεν έδειχνε ένα καπέλο. Έδειχνε έναν βόα που χώνευε έναν ελέφαντα. Τότε κι εγώ ζωγράφισα τηνεσωτερική πλευρά του βόα για να μπορέσουν οι ενήλικες να καταλάβουν. Έχουν πάντα ανάγκη από εξηγήσεις. Το σκίτσο μου με τον αριθμό 2 ήταν κάπως έτσι:
Οι ενήλικες με συμβούλευσαν να αφήσω στην άκρη τα σκίτσα με τους βόες, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού του σώματός τους, και να ασχοληθώ καλύτερα με τη γεωγραφία, την ιστορία, την αριθμητική και τη γραμματική. Έτσι, στην ηλικία των έξι ετών, εγκατέλειψα μια θαυμάσια καριέρα στη ζωγραφική. Είχα απογοητευθεί από την αποτυχία του σκίτσου μου με αριθμό 1 και αυτού με τον αριθμό 2. Οι ενήλικες δεν καταλαβαίνουν ποτέ μόνοι τους τίποτα και είναι πολύ κουραστικό για τα παιδιά να τους δίνουν πάντα εξηγήσεις.
Γι’ αυτό έπρεπε να διαλέξω ένα άλλο επάγγελμα κι έτσι έμαθα να οδηγώ αεροπλάνα. Έχω πετάξει σ’ όλο τον κόσμο. Και η γεωγραφία, είναι αλήθεια, μου φάνηκε αρκετά χρήσιμη. Από την πρώτη ματιά ήξερα να ξεχωρίζω την Κίνα από την Αριζόνα, κάτι πολύ χρήσιμο όταν τη νύχτα τυχαίνει να έχεις χάσει τον δρόμο σου.
Κατά τη διάρκεια της ζωής μου είχα πολλές επαφές με πολλούς σοβαρούς ανθρώπους. Έζησα πολύ με τους ενήλικες. Τους είδα από πολύ κοντά αλλά αυτό δεν βελτίωσε τη γνώμη μου γι’ αυτούς.
Όταν τύχαινε να συναντούσα κάποιον που μου φαινόταν έξυπνος, του έκανα το πείραμα με το σκίτσο μου με τον αριθμό 1, που είχα πάντα μαζί μου. Ήθελα να γνωρίζω αν καταλάβαινε πραγματικά. Όμως πάντοτε η απάντηση ήταν: «Είναι ένα καπέλο». Τότε δεν του μιλούσα για βόες, ούτε για παρθένα δάση, ούτε για αστέρια. Πήγαινα με τα νερά του. Του έλεγα για μπριζ, για γκολφ, για πολιτική και για γραβάτες. Και ο ενήλικας ήταν πανευτυχής που είχε γνωρίσει έναν άνθρωπο εξίσου λογικό.
. Έτσι έζησα μονάχος δίχως κανέναν με τον οποίο να μπορώ να μιλήσω πραγματικά, ώσπου μια φορά, έξι χρόνια πριν, αναγκάστηκα να σταματήσω στην έρημο της Σαχάρας. Κάτι είχε σπάσει στον κινητήρα μου. Καθώς δεν είχα μαζί μου ούτε μηχανικό ούτε επιβάτες, ετοιμαζόμουν να δοκιμάσω μόνος μου μια δύσκολη επισκευή. Ήταν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου για μένα. Το νερό που είχα μαζί μου έφτανε μόνο για οκτώ ημέρες.
Το πρώτο βράδυ λοιπόν κοιμήθηκα πάνω στην άμμο, χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή. Ήμουν πιο απομονωμένος κι από έναν ναυαγό πάνω σε μια σχεδία στη μέση του ωκεανού. Φαντάζεστε επομένως την έκπληξή μου όταν τα ξημερώματα με ξύπνησε μια περίεργη σιγανή φωνούλα, λέγοντας:
«Σε παρακαλώ… Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι!»
«Ορίστε;»
«Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι…»
Πετάχτηκα πάνω σαν να με είχε κτυπήσει κεραυνός. Έτριψα καλά τα μάτια μου. Κοίταξα προσεκτικά. Και είδα ένα μικρό, περίεργο ανθρωπάκι που με παρατηρούσε σοβαρά. Ορίστε λοιπόν το καλύτερο πορτραίτο του που, αργότερα, κατάφερα να κάνω. Όμως το σκίτσο μου, φυσικά, είναι πολύ λιγότερο γοητευτικό από το μοντέλο. Δεν είναι δικό μου λάθος. Είχα απογοητευθεί πολύ από την καριέρα μου στη ζωγραφική από τους ενήλικες, στην ηλικία των έξι ετών, και δεν έμαθα να σχεδιάζω τίποτα άλλο πέρα από βόες ως προς το εσωτερικό και το εξωτερικό τους.
Κοιτούσα λοιπόν αυτή την οπτασία με γουρλωμένα από την έκπληξη μάτια. Μην ξεχνάτε πως βρισκόμουν χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή. Ωστόσο το περίεργο ανθρωπάκι μου δεν φαινόταν να έχει χαθεί ή να έχει εξαντληθεί από την κούραση, την πείνα, τη δίψα ή τον φόβο. Καθόλου δεν έδινε την εντύπωση ενός παιδιού χαμένου στη μέση της ερήμου, χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή.Όταν κατάφερα να του μιλήσω επιτέλους, του είπα: «
Μα, τι κάνεις εδώ πέρα;»
Και μου ξαναείπε, ψιθυριστά, σαν να ήταν κάτι πολύ σοβαρό:
«Σε παρακαλώ… Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι…»
Όταν το μυστήριο είναι τόσο εντυπωσιακό, δεν τολμάς να παρακούσεις. Όσο παράλογο κι αν μου φαινόταν καθώς βρισκόμουν χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή, και σε κίνδυνο θανάσιμο, έβγαλα από την τσέπη μου ένα κομμάτι χαρτί και ένα στυλό. Θυμήθηκα τότε ότι είχασπουδάσει κυρίως γεωγραφία, ιστορία, αριθμητική και γραμματική και είπα (με μια μικρή δόση μαύρου χιούμορ) στο μικρό ανθρωπάκι ότι δεν ήξερα να ζωγραφίζω.
Μου απάντησε: «Δεν πειράζει. Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου