Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

ποιηση

 



«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων–»

Μπορούμε κάλλιστα να φανταστούμε
πως θ' αδιαφόρησαν παντάπασι* στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι' αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής*.
Α βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται*.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη* ο φοβερός στρατός
που στ' Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ' τ' Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κι εσαρώθη.

Κι απ' την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη*: βγήκαμ' εμείς·
ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κι οι πολυάριθμοι
επίλοιποι* Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες*,
με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών*.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά*
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα



(Η αντρειωμένη λυγερή και ο Σαρακηνός.)

Κάπου πόλεμος γίνεται 'ς Ανατολή και Δύση,
και τό μαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήση.
Αντρίκια ντύθη κι' άλλαξε και πέρνει τάρματά της.
Φίδια στρώνει το φάρο της κι' όχιαίς τον καλλιγώνει,
και τους αστρίταις τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια,
Φτερνιά δίνει του μαύρου της, πάει σαράντα μίλια,
κι' άλλη ματαδευτέρωσε 'ς τον πόλεμον εμπήκε.
'Σ τά μπα της στράταις έκανε, 'ς τά βγα της μονοπάτια,
'ς τάλλο της στριφογύρισμα, έσπασε το λουρί της,
φανήκαν τα χρυσόμηλα, τα λινοσκεπασμένα.

Σαρακηνός την αγνατά ναπό ψηλή ραχούλα.
"Παιδιά, και μη δειλιάσετε, παιδιά, μη φοβηθήτε.
Γυναίκειος ειν' ο πόλεμος, νυφαδιακός ο κούρσος!"
Κ' η λυγερή όντας τ' άκουσε 'ς τον Άη Γιώργη τρέχει.
"Αφέντη μου άη Γιώργη μου, χώσε με το κοράσιο,
να κάμω τά μπα σου χρυσά και τά βγα σου ασημένια,
και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργατιτάρι."
Εσκίσανε τα μάρμαρα κ' εμπήκε η κόρη μέσα.

Σαρακηνός να κ' έφτασε κοντά 'ς τον άη Γιώργη.
"Άγιε μου Γιώργη χριστιανέ, φανέρωσε την κόρη,
να βαφτιστώ 'ς τη χάρη σου εγώ και το παιδί μου,
εμέ να βγάλουν Κωσταντή και το παιδί μου Γιάννη."

Ανοίξανε τα μάρμαρα κ' έφάνηκεν η κόρη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου