Παραδοσιακό ,ι δημοφιλές, συναγωνιστικό παιγνίδι δεξιοτεχνίας που παίζεται από δύο ή περισσότερα άτομα.
Περιγραφή παιχνιδιού:
Το λιγκρί ήταν ένα ξυλαράκι που είχε μήκος περίπου 20 εκατοστά και πάχος σαν δάκτυλο ανθρώπου. Το έβαζαν να ακουμπά πάνω σε δύο πέτρες που απείχαν λίγο η μια από την άλλη.
Για να παιχτεί χρειάζεται η “βέρκα” και το “λιγκρίν”. Η “βέρκα” είναι ένα στρογγυλό ξύλο μήκους 60 εκ. περίπου με διάμετρο 3 εκ. Το “λιγκρίν” είναι και αυτό ξύλο στρογγυλό, μήκους 15-20 εκ. και με διάμετρο 2 εκ. περίπου, ξυσμένο στις δυο άκρες, ώστε να αναπηδά εύκολα όταν κτυπηθεί στην άκρη.
Αφού “τάξουν”, βρίσκουν ποιο παιδί θα παίξει πρώτο, ποιο δεύτερο και με ποια σειρά θα ακολουθήσουν οι άλλοι. Επίσης ορίζουν από την αρχή ένα αριθμό, στον οποίο πρέπει να φτάσουν μετρώντας με τη “βέρκα”, για να βγει ο νικητής.
Το παιγνίδι αρχίζει, αφού το “λιγκρίν” τοποθετηθεί οριζόντια πάνω σε δύο πέτρες ύψους 10-12 εκ. που αποτελούν τη “νισκιάν” (εστία). Μετά ο παίκτης κρατώντας τη “βέρκα” προσπαθεί να σηκώσει το “λιγκρίν” και καθώς είναι στον αέρα να το κτυπήσει δυνατά, για να το πάρει όσο πιο μακριά μπορεί. Καθώς το “λιγκρίν” διαγράφει την τροχιά του στον αέρα, προτού πέσει στο έδαφος, αν κάποιος το πιάσει έχει το δικαίωμα να πει σε αυτόν που έπαιξε: “Χάνεις τη σειρά σου” ή “χάνεις όλους τους πόντους σου”. Στην πρώτη περίπτωση συνεχίζει κάποιος άλλος το παιγνίδι, στη δεύτερη χάνεις όλους τους πόντους του αλλά μπορείς να συνεχίσεις το παιγνίδι.
Αν το “λιγκρίν” πέσει μακριά στο έδαφος κάποιος το παίρνει. Το ρίχνει με στόχο τη “νισκιάν”. Αν το “λιγκρίν” πέσει τόσο κοντά στη “νισκιάν”, που το καλύπτει το μήκος της “βέρκας” που κρατεί ο αμυνόμενος, τότε αυτός που έπαιξε χάνει. Αν όμως με τη “βέρκα” του το αποκρούσει ο παίκτης που φυλάγει τη “νισκιάν” του ή εκείνος που το έριξε αστοχήσει να το ρίξει τόσο κοντά στη “νισκιάν” τότε ο παίκτης κτυπώντας επιδέξια το “λιγκρίν” στην άκρη προσπαθεί να το ανασηκώσει και με εύστοχο δυνατό κτύπημα να το στείλει μακριά. Έχει το δικαίωμα να το κτυπήσει τρεις φορές φωνάζοντας κάθε φορά “μάτσας”, “δκυότσας”, “τρίτσας”. Αφού το πάρει όσο πιο μακριά μπορεί τότε αρχίζει να μετρά με τη “βέρκα” μέχρι να φτάσει στη “νισκιά” του.
Ο ίδιος παίκτης παίζει για δεύτερη φορά έχοντας τώρα τη “βέρκα” κάτω από τα σκέλη του και προσπαθεί να παίξει το “λιγκρίν” φωνάζοντας “πτου στη νισκιάν μου”. Αν δεν έχανε, είχε το δικαίωμα να παίξει και “τσουλλοκαθιστά”, κάμπτοντας τα γόνατα και φέρνοντας τη “βέρκα” πίσω από τους γλουτούς του φωνάζοντας “πτου στη νισκιάν μου”. Έπρεπε να ανασηκώσει το “λιγκρίν”, να το κτυπά ελαφρά μετρώντας τώρα 5, 10, 15… κ.ο.κ. Το σύνολο των πόντων γραφόταν με τη “βέρκα” στο έδαφος. Μετά τον πρώτο παίκτη, παίζει ο δεύτερος, ακολουθεί ο τρίτος μέχρι να παίξουν όλοι.
Αν καμιά φορά ο παίκτης δεν εύρισκε καλά το “λιγκρίν” και αυτό έπεφτε κοντά στη “νισκιάν”, είχαμε το λεγόμενο “τσίκκιλον”. Τότε αυτός που το έπαιρνε είχε το δικαίωμα του “ππούφουρτου”, δηλαδή να το βάλει στο στόμα του και να το φυσήξει προς τη “νισκιάν”, χωρίς ο αμυνόμενος να έχει το δικαίωμα απόκρουσης. Απλώς τοποθετούσε τη “βέρκα” του πάνω στη “νισκιάν” με κατεύθυνση τον παίκτη που θα το “ππουφούριζε”. Αν κατόρθωνε να φέρει το “λιγκρίν” κοντά στη “νισκιάν” σε μικρότερη απόσταση από τη “βέρκα” έχανε ο παίκτης. Διαφορετικά συνέχιζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου