«Αδέρφια, κάποια μέσα εκεί στον αργαλειό της φαίνει
κ 227και τραγουδάει γλυκόλαλα που αντιλαλεί το σπίτι,
κ 228είτε γυναίκα είτε θεά. Μόν' ας φωνάξει κάποιος».
κ 229Έτσι είπε, κι όλοι φώναξαν καλώντας την, κι εκείνη
κ 230αμέσως βγήκε κι άνοιξε τις λαμπερές της πόρτες,
κ 231και τους καλούσε, κι έτρεξαν ανύποπτοι όλοι οι άλλοι,
κ 232κι απόμεινε ο Ευρύλοχος σα να 'νιωσε παγίδα.
Στης καλοπλέξουδης θεάς σταμάτησα την πόρτα
κ 311και φώναξα, κι ως άκουσε η Κίρκη τη φωνή μου
κ 312αμέσως βγήκε κι άνοιξε τις λαμπερές της πόρτες,
κ 313και με καλούσε. Πήγαινα με σπλάχνα μαραμένα.
κ 314Σαν μπήκα μέσα μ' έβαλε σ' ένα θρονί να κάτσω,
κ 315πανώριο, αργυροκάρφωτο, που 'χε σκαμνί από κάτω,
κ 316κι ετοίμασε χυλό να πιω σ' ένα χρυσό ποτήρι
κ 317κι έριξε μέσα με κακό σκοπό τα μαγικά της.
κ 318Σαν ήπια και δε μ' έπιασαν τα δολερά της μάγια,
κ 319με χτύπησε με το ραβδί κι έτσι δυο λόγια μου 'πε·
κ 320«Σύρε με τους συντρόφους σου στη χοιρομάντρα τώρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου