«Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη,
Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπουν μεγάλα πλούτη,
μαζί κι η θαλερή χαρά κι η βλογημένη ειρήνη.
Γιομάτοι να ’ν’ οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας.
Κι ο κριθαρένιος ο χυλός με το πολύ σουσάμι.
Νύφη για τον μοναχογιό να κάτσει τραγουδώντας
στ’ αμάξι που το σέρνουνε τα δυνατά μουλάρια,
να ’ρθεί σ’ αυτό το σπιτικό, να υφαίνει τα προικιά της.
Κάθε χρονιά θε να ’ρχομαι κι εγώ σαν χελιδόνι…
Μα φέρε γρήγορα λοιπόν ό,τι είναι να μας δώσεις,
γιατί αλλιώς θα φύγουμε, δεν θα ξημερωθούμε ».
Παιδιά τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν.
Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Η ειρεσιώνη ήταν ένα αρκετά μεγάλο κλαδί ελιάς ή δάφνης που διακοσμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες με όλων των ειδών τους καρπούς, κάστανα, καρύδια, αμύγδαλα κ.ά. –εξαιρουμένων του μήλου και του αχλαδιού– πλεγμένους με λευκό ή κόκκινο μαλλί (έριον, εξ ου και το όνομά της). Κρεμούσαν ακόμη στο κλαδί μικρά φυαλίδια με μέλι, γάλα και κρασί.
Στη χώρα μας το χριστουγεννιάτικο δέντρο το έφεραν οι Βαυαροί και για πρώτη φορά στολίστηκε στα Ανάκτορα του Όθωνα στο Ναύπλιο (1833) και κατόπιν στην Αθήνα, γεγονός που φυσικά προκάλεσε τον θαυμασμό των κατοίκων. Άρχισε να διαδίδεται και να βρίσκεται σε κάθε σπίτι μόνο στη δεκαετία του 1950.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου