«Οταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση,δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαντα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβαβατσέλα", αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας ηεπιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί,και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι,και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Θ. Κολοκοτρώνης
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του σε ανάπαυση μετά τη μάχη στα Δερβενάκια
Η μάχη στα Δερβενάκια
Οι τελευταίες μέρες του Ιούλη του 1822 αποδείχτηκαν ιδιαίτερα κρίσιμες για την έκβαση της Επανάστασης του Εικοσιένα.
Στα μέσα του Ιούνη της ίδιας χρονιάς, ο Μαχμούτ Πασάς ή Δράμαλης, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, πιθανότατα επειδή είχε γεννηθεί στη Δράμα, επικεφαλής δεκάδων χιλιάδων άρτια οπλισμένου στρατού ξεκινάει από τη Λάρισα με κατεύθυνση προς την Πελοπόννησο. Μετά από σχεδόν ένα μήνα πορεία φτάνει στην Κόρινθο, αφήνοντας στο διάβα του φωτιά και καταστροφή και σπέρνοντας στους Έλληνες (και στην ελληνική κυβέρνηση) φόβο και πανικό…
Ο Κολοκοτρώνης στέλνει ανθρώπους του και πιάνουν τα στενά στα Δερβενάκια και στ’ Αγιονόρι, τα δυο μέρη όπου μπορούσαν να περάσουν οι εφοδιοπομπές του Δράμαλη από την Κόρινθο για τ’ Άργος. Και τότες άρχισαν τα βάσανα των Τούρκων. Αυτοί ελπίζανε πως στον πλούσιο Αργίτικο κάμπο θα πετυχαίνανε του κόσμου τα καλά και δε βρήκανε παρά μονάχα αποκαΐδια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βλέπουν τώρα τους δρόμους κομμένους, απ’ όπου μπορούσαν να διαβούν από τη Θεσσαλία στην Κόρινθο κι απ’ αυτή στο Άργος. Μα κι η κυβέρνησή μας δεν έμεινε αργή. Θέλησε κάτι να κάνει να βοηθήσει τον αγώνα και σκέφτηκε… το μόνο που είχε στο μυαλό της, τους Εγγλέζους.
Και τότες ένα Ζακυνθινός υπαλληλος τους δίνει τούτο δω το πατριωτικό μάθημα:
-Κοιτάξετε τα καλά οπού μας κάμανε οι Εγγλέζοι σ’ εμάς τους νησιώτες. Μονάχα τ’ άρματα θα σώσουνε τους Έλληνες κι όχι οι προστασίες.
Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ο περίπατος του Δράμαλη γινόταν κόλαση. Έβραζε κατακαλόκαιρα μέσα στον Αργίτικο κάμπο τ’ ασκέρι του. Κι ολόγυρα στα βουνά ήταν οι δικοί μας. Οι τριάντα χιλιάδες νοματαίοι και τα πενήντα χιλιάδες άλογα, μουλάρια κι οι γκαμήλες δεν είχανε τίποτα να φάνε. Μήτε καν λίγο χορτάρι δεν απόμενε στη γης γι’ αυτά. Και το χειρότερο, τους έλειψε και το νερό. Εκείνη τη χρονιά, για την καλή μας τύχη, γνώρισε ο τόπος τέτοια αναβροχιά και ξηρασία που στίψανε, καθώς γράφει ο Φωτάκος, κι αυτά ακόμα τα κεφαλάρια. Ποιος να πρωτοπάρει από το λίγο νερό που είχανε τα πηγάδια; Δεν υπόφερναν μονάχα οι Τούρκοι από τη δίψα, μα κι οι δικοί μας βέβαια, ξέχωρα όσοι κλείστηκαν στο κάστρο του Άργους. Παίρνανε το λασπωμένο κατακάθι της στέρνας, το βάζανε σ’ έναν ντουρβά, τον κρέμαγαν, ξάπλωναν από κάτω, άνοιγαν το στόμα τους και περίμεναν να στάξει κόμπο στον κόμπο το νερό.
Καλάνε μάζωξη οι εφτά πασάδες που διαφέντευαν το τούρκικο ασκέρι. Δυο πράματα τους απόμενε να κάνουν’ είτε να τραβήξουν για την Τριπολιτσά είτε να γυρίσουν πίσω στην Κόρινθο. Αποφασίζουν το δεύτερο. Μα τα στενά τα κράταγαν τώρα οι Κολοκοτρωναίοι, γιατί όταν τα πέρναγαν οι αγάδες μήτε καν φρόντισαν να τα πιάσουν, όπως θαρρούσαν πως τα πάντα θα σάρωναν μπροστά τους. Ο Δράμαλης στοχάζεται να ξεγελάσει τους δικούς μας να τα παρατήσουν. Στέλνει στο στρατόπεδό μας στους Μύλους το γραμματικό του, τον προδότη Παναγιώτη Μανούσο, μ’ ένα μπουγιουρντί όπου μ’ αυτό μας προσκαλούσε να προσκυνήσουμε. Τούτο στεκόταν το πρόσχημα, γιατί κι ο ίδιος πια δεν πίστευε, απ’ όσα έβλεπε, πως θα το πετύχαινε. Γύρευε άλλα πράματα. Να μάθει πόσοι ήταν οι δικοί μας και ποιο το κουράγιο τους και να μας ξεστρατίσει για τους αληθινούς σκοπούς του. Ο Μανούσος, αφού τους έδωσε το μπουγιουρντί του πασά, τους λέει τούτα δω τα λόγια:
-Θέλω τώρα να σας πω ένα μυστικό. Δουλεύω από χρόνια τον πασά, μα είμαι χριστιανός και γι’ αυτό έχω χρέος να σας φανερώσω τι στοχάζεται να κάνει. Θα τραβήξει για την Τριπολιτσά και να τρέξετε όλοι εκεί να τόνε μποδίσετε. Στ’ όνομα του Χριστού και της Παναγίας σας ορκίζουμαι πως αυτά που σας είπα είναι η πάσα αλήθεια.
Τα ’χαψαν όλοι οι άλλοι, εξόν από έναν, τον Κολοκοτρώνη. Τον ευχαρίστησαν και του λένε ν’ αποτραβηχτεί για να κουβεντιάσουν.
-Αυτά που μας αράδιασε ο προδότης, τους λέει ο Γέρος του Μοριά, είν’ όλα ψέματα.
-Πού το στηρίζεις; τόνε ρωτάνε.
-Σ’ ό,τι κρένει ο νους μου. Στα χάλια που βρίσκεται τώρα ο Δράμαλης, με τόσες χιλιάδες ανθρώπους και ζα, τι θα πάει να κάνει στην Τριπολιτσά; Τι θα βρει να φάει εκεί; Δεν τ’ απομένει άλλο τίποτα, παρά να γυρίσει στην Κόρινθο.
Οι άλλοι όμως πιστεύουν στα λόγια του Μανούσου.
-Δε γίνεται να μας είπε ψέματα και να κάνει τόσους όρκους· .
Ε, δεν κρατιέται πια ο Κολοκοτρώνης. Πετιέται πάνω και τους λέει:
-Εγώ δεν αφήνω τους Τούρκους να περάσουν αντουφέκιστοι από τα Δερβενάκια. Φεύγω. Μείνετε σεις εδώ και κάνετε ό,τι θέτε.
Την άλλη μέρα, 26 του Ιούλη 1822, συνάζει τ’ ασκέρι να το μετρήσει. Βρέθηκαν να ’ναι 2.350 όλοι κι όλοι. Και να, ακούνε να ρίχνουνε ντουφέκια τα καραούλια και ν’ ανάβουνε φωτιές στα γύρω βουνά, ιδεάζοντας τους δικούς μας, όπως είχανε συμφωνήσει, πως φάνηκαν τα φουσάτα των πασάδων να ’ρχουνται για τα Δερβενάκια.
-Έλληνες, φωνάζει στα παλικάρια ο Κολοκοτρώνης, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε! Απόψε στ’ όνειρό μου ήρθε η Τύχη της πατρίδας μας και με βρήκε- μου ’πε πως θα σταθούμε νικητές και πως άλλη νίκη καλύτερη απ’ αυτή ούτε κάναμε ούτε θα ματακάνουμε. Και θα μοιράσετε το φλουρί με το φέσι, γιατί θα πέσουνε στα χέρια μας οι θησαυροί του Αλή πασά, που κουβαλάνε τούτοι οι Τούρκοι μαζί τους. Δικά μας χρήματα είναι, βρε, που τα πήραν από τους ραγιάδες οι τύραννοι. Αύριο θα σας δω όλους να ’χετε στα ζωνάρια σας χρυσά κι ασημένια άρματα, καβάλα σ’ άλογα και λαμπροφορεμένους με τις φορεσιές των αγάδων. Παγαίνετε τώρα να πάρετε το ταΐνι σας, να φάτε, να ετοιμαστείτε και να ’ρθείτε εδώ να ξεκινήσουμε όλοι μαζί.
Και «τους εξεκίνησεν» όπως γράφει ο Φωτάκος «με τραγούδια και με χαρές. Τούς έκανε νά χλιμιντρούν ωσάν βαρβάτα άλογα».
Οι Αρβανίτες, που ήταν η μπροστινέλα του οχτρού, άμα φτάσανε στα Δερβενάκια είδαν πως το Παλιόχανο και τις Κουμαριές τα κράταγαν οι δικοί μας.
-Αφήστε μας, ωρέ Ρωμιοί, τους φωνάζουν, να περάσουμε και σας τάζουμε, μπέσα για μπέσα, να φύγουμε από το Μόριά.
Οι Έλληνες είχανε πάρει διαταγή από τον Κολοκοτρώνη να μην τραβήξει κανείς προτού δώσει το πρόσταγμα. Ήθελε, από τη μια, να στριμωχτούν κι οι άλλοι που φτάνανε από πίσω μέσα στο στενό και, από την άλλη, ν’ αρχίσει ο πόλεμος άμα θα βρισκόταν ο ήλιος προς τη δύση του, να τον έχουν οι Τούρκοι κατάματα να μη μπορούν να σημαδέψουν. Πιάσανε λοιπόν λακριντί με τους οχτρούς και με το τούτο ίσως να γίνεται και με το άλλο στάσου να το μελετήσουμε, κύλαγε η μέρα. Δεν απόμεναν πια παρά τέσσερις ακόμα ώρες να νυχτώσει.
Και τότες αντιλάλησε μέσα στο φαράγγι η φωνάρα του Κολοκοτρώνη:
-Πάνω τους, Έλληνες, και μη φοβόσαστε! Σκοτώστε όσους θέτε απ’ αυτούς.
Με μιας ολούθε γύρω ξυπνάνε τα βράχια, οι πατουλιές, τα παλιούρια4, τα χαμόκλαδα, τα σκίνα. Από παντού κραυγές κι από παντού φωτιά. Τα δοξασμένα παλιοσίδερα του Εικοσιένα, τ’ αθάνατα καριοφίλια, ξερνάνε το θάνατο. Πήχτρα η Τουρκιά – πεζούρα, ντελήδες, άλογα, μουλάρια, γκαμήλες. Πέφτουν, σωριάζουνται, τσαλαπατιούνται, γκρεμίζουνται. Τους κόβεται κάθε ορμή και κάθε θάρρος. Γυρεύουν να φύγουν κατά τον Άη Σώστη, με την ελπίδα να περάσουν να σωθούν. Ο Γέρος πάνω από τη ράχη του βουνού αγνάντευε τον πόλεμο και γκάρδιωνε τα παλικάρια με τις φωνές του (…).
Ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης κι ο Παπαφλέσσας βρίσκονταν στο Αγιονόρι. Άμα πήρανε το γράμμα που τους έστειλε ο Κολοκοτρώνης να πιάσουνε τον Αη Σώστη, με μιας τρέχουν κατά κει. Στ’ αναμεταξύ οι Τούρκοι, παρατώντας άλλοι τα ζα τους κι άλλοι τα χαλαμπαλίκια τους, φτάνουν στην Παναγόραχη όπου δέχουνται ένα καινούργιο ντουφέκι από τα πλάγια. Δέκα χιλιάδες οχτροί, αφήνοντας πίσω τους σωρούς τους σκοτωμένους και τους λαβωμένους, πρόλαβαν κι έφτασαν στον Αη Σώστη, διάβηκαν και γλίτωσαν. Απόμενε μιάμιση ώρα ακόμα να νυχτώσει, σαν έφτασε ο Νικηταράς στον Αη Σώστη. Πιάνει τα ψηλώματα κι αρχίζει το ντουφέκι. Όσοι Τούρκοι βρίσκονταν ακόμα στα στενά κλείστηκαν πια σαν σε φάκα. Χτυπιούνται από μπροστά, από τα πλάγια, από πίσω.
(…) Όταν έφεξε η άλλη μέρα, τέσσερις χιλιάδες οχτροί, από το περήφανο ασκέρι των εφτά πασάδων, κοίτονταν νεκροί από τα Δερβενάκια ως τον Αη Σώστη. Μα κι όσοι γλίτωσαν είχαν τα κακά τους χάλια, γιατί οι πιότεροι αναγκάστηκαν στο ξέφρενο φευγιό τους να πετάξουν ντουφέκια, μπιστόλες, γιαταγάνια, το καθετί. Κι οι δικοί μας, καθώς το είπε ο Κολοκοτρώνης, λαμπροστολίστηκαν με τ’ άρματα των Τούρκων που γύρευαν να τους σκλαβώσουν.
Τα Δερβενάκια όμως δε στάθηκαν το τέλος. Γιατί ο Δράμαλης κι οι αποδέλοιποι πασάδες, που έρχονταν πίσω από τους άλλους, περιτριγυρισμένοι από δέκα χιλιάδες νοματαίους, σαν είδαν τι πάθαιναν οι μπροστινοί, στάθηκαν και πισωγύρισαν στ’ Ανάπλι. Από δυο δρόμους μπορούσαν να περάσουν’ από τα Δερβενάκια και τ’ Αγιονόρι. Κάνουνε σύναξη οι δικοί μας κι αφού έδωσε ο ένας στον άλλον συχαρίκια για τη μεγάλη νίκη, αποφασίζουν να κρατήσει ο Κολοκοτρώνης τα Δερβενάκια κι ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης κι ο Παπαφλέσσας τ’ Αγιονόρι. Ο Γιατράκος, ο Τσώκρης κι ο Σέκερης θα πιάνανε, με τα στρατεύματα που απόμεναν στο Κεφαλάρι, το Χαρβάτι σιμά στις αρχαίες Μυκήνες. Θ’ άφηναν τους Τούρκους να περάσουν, είτε από τον ένα δρόμο τράβαγαν είτε από τον άλλο, και θα τους ρίχνονταν από πίσω. Αν τούτο το σχέδιο έμπαινε σε πράξη κανείς δε γλίτωνε· ο Δράμαλης κι οι άλλοι πασάδες πέφτανε στα χέρια μας. Κατά δυστυχία μας όμως ο Γιατράκος γύρευε, λέει, διαταγή της κυβέρνησης, που ήτανε πάνω στα καράβια, για να πιάσει εκείνο το πόστο. Έτσι, όταν το τούρκικο ασκέρι έφτασε, στις 28 του Ιούλη, στο Μπερμπάτι, δε βρήκε μήτε ρουθούνι δικό μας. Τραβάει τότες να διαβεί από τ’ Αγιονόρι. Μα να, σε λίγο έρχεται μήνυμα από τη μπροστινέλα, πως τα στενά ήταν πιασμένα από γκιαούρηδες. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ν’ αλικοντίσουν πάλι, λιώνανε από την πείνα. Αποφασίζουν να περάσουν με γιουρούσι. Αρχίζουν τους ντουάδες οι ντερβισάδες και τα ρετζάλια τρέχουν πάνω-κάτω να φανατίσουν τ’ ασκέρι.
– Οσμανλήδες! φώναζαν, χίλιοι κλέφτες μπροστά (και πραγματικά τόσοι ήταν). Ριχτείτε πάνω τους και πιάστε τους με τα χέρια!
Προχωράνε ορντινιασμένοι, χτυπάνε τους δικούς μας, σκοτώνουν ίσαμε εξήντα και πατάνε τα πρώτα ταμπούρια μας. Αποτραβιούνται στα ψηλώματα, σε πιο δυνατές θέσεις, ελπίζοντας πως θα ’τρεχε ο Γιατράκος από το Χαρβάτι να τους βοηθήσει. Μα κανείς από πουθενά δε φαινόταν. Ο Νικηταράς βλέπει μια φορτωμένη γκαμήλα και καταλαβαίνει, από τον τρόπο που ήτανε φτιαγμένα τα τσουβάλια, πως είχανε μέσα μπαρούτι. Τραβάει μια ντουφεκιά πάνω σ’ αυτά, παίρνουνε φωτιά, τινάζεται η γκαμήλα στον αέρα, αφηνιάζουν ολόγυρα τα ζα, αναποδογυρίζουν τους οχτρούς και τους τσαλαπατάνε. Αδράχνουν την περίσταση οι δικοί μας, γυμνώνουν τα σπαθιά, ροβολάνε τον κατήφορο και πέφτουν πάνω στην Τουρκιά θερίζοντάς την. Ο Νικήτας Φλέσσας πιάνεται στα χέρια με τον Τοπάλ πασά, παλιό Μεγάλο Βεζίρη. Θεριακωμένοι άντρες κι οι δυο πάλευαν δίχως να μπορεί να βάλει ο ένας τον άλλονε κάτω. Ώσπου κάποιος λεβέντης, Ζάγουρα τόνε λέγανε, χώνεται ανάμεσά τους και μπήγει το μαχαίρι του στην κοιλιά του Μεγάλου Βεζίρη. Ο Δράμαλης, παρατώντας όλα τα πολύτιμα πράματά του και πετώντας το μεγαλόπρεπο τουρμπάνι από το κεφάλι του, για να μη γνωρίζεται, πέρασε καβάλα πάνω σε γαϊδούρι! Χίλιοι οχτροί σκοτώθηκαν στ’ Αγιονόρι. Μα τι θησαυροί ήταν εκείνοι όπου παράτησαν πίσω τους για να σωθούν!
(…) Έπειτα από τη μεγάλη νίκη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης μπλοκάρει από παντού τους Τούρκους που σε τέτοια χάλια φτάσανε στην Κόρινθο. Και το τρανό ασκέρι των εφτά πασάδων μέρα με την ημέρα λιώνει. Σε λίγο πεθαίνει ο Δράμαλης.Από τις 30.000 που ήρθανε να μας σκλαβώσουν μονάχα πέντε χιλιάδες μπόρεσαν να σωθούν, το Γενάρη του 1823, πάνω στα καράβια του Γιουσούφ πασά, που φτάσανε την τελευταία στιγμή και τους πήρανε, όταν πια ήταν έτοιμοι να παραδοθούν.
Η Επανάσταση είχε σωθεί. Και σώθηκε απ’ αυτούς που κυνήγαγαν οι κυβερνήτες μας για προδότες. Ο λαός ανεβάζει στα ουράνια τον Κολοκοτρώνη κι η Πελοποννησιακή Γερουσία, κάτω από την κοινή βουή κι απαίτηση, τον κάνει αρχιστράτηγο του Μοριά. Τα ίδια γίνηκαν και στη Στερεά Ελλάδα. Πάνω στην Ακρόπολη ο λαός βάζει αρχιστράτηγο της Ρούμελης τον Αντρούτσο. Οι πολιτικάντηδες κι οι κοτζαμπάσηδες λούφαξαν.
Δημήτρης Φωτιάδης ,θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής αρχαίων κλασικών, ιστοριογράφος
Αναγνωστικό της έκτης (Στ’) Δημοτικού του 1952…
«Το Τσοπανάκι»…
Όταν άρχισε η μάχη στα Δερβενάκια, ένα τσοπανάκι λεροφορεμένο, άοπλο, αλλά με μάτια γοργοκίνητα, με τη μαγκούρα του την ποιμενική, πλησίασε στο μέρος που ήταν ο Κολοκοτρώνης κι έβλεπε κι αυτό με περιέργεια και θαυμασμό τον πόλεμο που γινόταν παρακάτω.
Ο Κολοκοτρώνης παρατήρησε τον θαυμασμό του και τα έξυπνα και ζωηρά μάτια του και του είπε:
Τι στέκεσαι και δεν πας κι εσύ να πολεμήσεις βρε Έλληνα;
Δεν έχω άρματα καπετάνιε!
Έχεις τη μαγκούρα σου, άρμα είναι κι αυτή, να! Πήγαινε να σκοτώσεις κανένα εχθρό μ’ αυτή, να πάρεις τ’ άρματά του και ν’ αρματωθείς και να φορέσεις τα ρούχα του.
Μα λες;
Και χωρίς να χάσει καιρό, πηδώντας με τη βοήθεια της μαγκούρας του – όπ! όπ! – ανακατεύτηκε με τους πολεμιστές. Το βράδυ,, όταν τελείωσε η μάχη, ένοπλος και αγνώριστος με ρούχα κάποιου Τούρκου που είχε σκοτώσει, ξαναστάθηκε επιδειχτικά εμπρός στον Κολοκοτρώνη.
Τι είσαι συ βρε; Τον ρώτησε ο αρχιστράτηγος.
Δεν με γνωρίζεις καπετάνιε; Εγώ είμαι που μ’ έστειλες το μεσημέρι να πολεμήσω με τη μαγκούρα, με την προσταγή σου και με την ευχή σου, καπετάνιε, έκανα όπως μου είπες». (Αναγνωστικό έκτης Δημοτικού 1952).