οἰκία = I. κτήριο, σπίτι, κατοικία
2. οικογένεια, δηλ. το σύνολο των ενοίκων του σπιτιού,σε Ηρόδ. Λατ. familia, σε Πλάτ. III. οίκος ή οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος
οἰκιᾰκός, -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο σπίτι, ο άνθρωπος του σπιτιού, οἱ οἰκιακοί, οι σύνοικοι κάποιου
οἰκίζω, ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.
οἰκίσκος, ὁ, υποκορ. του οἶκος, μικρό δωμάτιο, θάλαμος
οἴκημα κάθε κατοικημένος τόπος, κατοικία
οἰκισμός, ὁ
οικοδεσπότης, ρυθμίζω τις οικογενειακές υποθέσεις,
οἰκοδομή, ἡ =κτήριο
οἰκοδόμημα =κτήριο, οικοδομή, κατασκευή, σε ., Θουκ.
οἰκοδόμηση = η πράξη ή ο τρόπος οικοδόμησης
οἰκο-δόμος= χτίστης, αρχιτέκτονας, σε Ηρόδ., Πλάτ.
ΑΣΚΗΣΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΛΈΞΕΙΣ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου