Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΦΙΛΙΣΤΑ

/d/1TGwUJhQP9fiBNHeUl6Qwe2zdf9YujiL9/view


Οι πρωινές αχτίδες του ήλιου σήκωσαν τη Φιλίστα από το κρεβάτι. Ο Ξένυς, ο σύζυγός της, είχε φύγει ήδη για τις τελευταίες προετοιμασίες πριν το μεγάλο ταξίδι. Ο ποταμός Θύαμις έμοιαζε να αγκαλιάζει το καινούριο της σπίτι. Στο βάθος κάποια πλοιάρια έδεναν στο μικρό λιμάνι. Η Μέλισσα, η δούλη που είχε αναλάβει να βοηθάει τη νέα κυρία του σπιτιού στις δουλειές και να προστρέχει σε κάθε της επιθυμία, πλησίασε τη Φιλίστα. 
''Θα σου αρέσουν τα Γίτανα, Φιλίστα'' την καθησύχασε, που είχε προσέξει το βλέμμα της κυρίας της να χάνεται μακριά στον ορίζοντα, πίσω από τα ψηλά τείχη της πόλης. Η νεαρή κοπέλα τη νοιαζόταν και τη φρόντιζε σαν αδελφή της, βοηθώντας την να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή

Δεν είναι τόσο διαφορετικά από την πόλη σου, την ξακουστή Πασσαρώνα'' συνέχισε η Μέλισσα. Στα αυτιά της κοπέλας ήχησαν το λόγια της μητέρας της. Θυμάται πως λίγους μήνες πριν την είχε αγκαλιάσει σφιχτά και της είχε χαμογελάσει με περηφάνια. 

''Φιλίστα! Χαρμόσυνα νέα! Ο Ξένυς, ο γιος του Νικόμαχου, γνωστού εμπόρου από τα Γίτανα, ήρθε και σε ζήτησε σε γάμο! Δεκαεπτά χρονών! Ολόκληρη γυναίκα, κυρία σε μια τρανή οικογένεια, αντάξια της δικής μας''. Την ζύγισε με τα μάτια. ''Είσαι έτοιμη, μη φοβάσαι, της ψιθύρισε τρυφερά''. Στη θύμηση της πατρίδας της η Φιλίστα άιξε ασυναίσθητα την πήλινη πυξίδα, την όμορφη κοσμηματοθήκη που της είχαν δωρίσει οι φίλες της για τον γάμο.

 Ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνο το πρώτο ταξίδι για τη νέα της πατρίδα. Καθώς περνούσαν την κύρια πύλη της πόλης, θυμάται να κοιτάζει με ανησυχία γύρω της. Η ανοιχτή αγορά με τη μακριά στοά στολισμένη με κίονες και τιμητικούς ανδριάντες, με τους ναούς και τα καταστήματα, τους εμπόρους και τους μικροπωλητές να διαλαλούν την πραμάτειά τους, τους πάγκους με τα εμπορεύματα και τις μυρωδιές από τα φρούτα και τα λαχανικά, όλα της ήταν τόσο οικεία μα την ίδια στιγμή τόσο μακρινά και ξένα.

Καθώς η Μέλισσα έφερνε τα μυροδοχεία με τα αρωματικά έλαια για το λουτρό της κυρίας της, η Φιλίστα θυμήθηκε τη μέρα που την πρωτογνώρισε. Ο πατέρας της Μέλισσας, ο Φάλακρος, πιστός δούλος του Ξένυ, της είχε μιλήσει αρκετές φορές για την κόρη του, που είχε περίπου την ηλικία της, και τα καμώματά της, κινώντας έντονα την περιέργειά της. Παρά την πρώτη αμηχανία, οι δύο κοπέλες έγιναν αχώριστες: μαζί στον οίκο και τις καθημερινές δουλειές, μαζί στις μικρές εξορμήσεις στην αγορά και το θέατρο, μαζί στις στεναχώριες και τις χαρές. Η Μέλισσα άνοιξε το μπαούλο με τα ενδύματα της κυρίας της για να βγάλει έναν καθαρό χιτώνα. Μόλις η Φιλίστα ντύθηκε και ετοιμάστηκε, κάθισε στον αργαλειό, που τη συντρόφευε τις ώρες που περνούσε με τη Μέλισσα στον γυναικωνίτη. Εκεί είχε αφήσει το φυλαχτό που είχε πλέξει για τον άντρα της. 

Κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον χάλκινο καθρέφτη. ''Πάμε Μέλισσα, θα μας περιμένουν'', είπε στη φίλη της. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά του γυναικωνίτη έριξε μία γρήγορη ματιά γύρω της. Το εσωτερικό δεν διέφερε πολύ από το πατρικό της σπίτι. Διασχίζοντας το κατώφλι έμπαινες σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο από πέτρα και πλιθιά με ξύλινη στέγη. Στα αριστερά πόρτες οδηγούσαν στα υπόλοιπα βοηθητικά δωμάτια του σπιτιού. Στο κέντρο, η εστία σκόρπιζε τριγύρω φως και θαλπωρή. Δίπλα σε ένα χαμηλό καθιστικό την περίμενε η Σατύρα, η μητέρα του Ξένυ. Ψηλή, αδύνατη με γλυκό χαμόγελο. Από την πρώτη μέρα που τη γνώρισε, η ηλικιωμένη γυναίκα είχε σταθεί δίπλα στη Φιλίστα και προσπαθούσε να τη στηρίζει στα νέα της καθήκοντα. ''Καλώς την'' είπε. ''Ο Φάλακρος μόλις με ενημέρωσε ότι ο Νικόμαχος και ο Ξένυς είναι σχεδόν έτοιμοι για το ταξίδι. Ήρθε η ώρα να πάμε και εμείς στο λιμάνι''. Η αποβάθρα βρισκόταν νότια της πόλης. Στη διαδρομή η Φιλίστα ένοιωσε το χέρι της Μέλισσας να σφίει το δικό της. Για άη μια φορά αισθάνθηκε τυχερή που την είχε μαζί της. ''Καλό ταξίδι Νικόμαχε, καλό ταξίδι Ξένυ. Μακάρι ο Απόωνας Αγυιέας να σας κρατάει δυνατούς''. Στέκονταν όλοι στην αποβάθρα για να τους αποχαιρετήσουν. Η δουλειά του εμπόρου ήταν κερδοφόρα, η ζωή τους θα ήταν άνετη αά αυτό απαιτούσε και θυσίες. Τα ταξίδια στις θάλασσες κρατούσαν τον Ξένυ μακριά από την πατρίδα. Η Φιλίστα αγκάλιασε τον άντρα της και του έδωσε το φυλαχτό.

''Εις το επανιδείν Φιλίστα'', της είπε καθώς την αποχαιρετούσε. Στο βάθος οι άνδρες φόρτωναν τους τελευταίους αμφορείς στο πλοίο. Λάδι και σιτηρά. ''Θα επιστρέψω σύντομα. Μέχρι τότε...'', γύρισε προς τη δούλη της γυναίκας του. ''Να μου την προσέχεις Μέλισσα''. Η κοπέλα χαμογέλασε πλατιά καθώς έγνεψε καταφατικά. εστία: ορθογώνια ή τετράγωνη κατασκευή στο δάπεδο ενός δωματίου όπου καίει η φωτιά αμφορέας: μεγάλο πήλινο αγγείο (σκεύος) με δύο λαβές για αποθήκευση και μεταφορά κρασιού, λαδιού και στερεών τροφίμων

 Οι επόμενες μέρες κύλισαν γρήγορα για τη Φιλίστα. Δίπλα στη Σατύρα και τη Μέλισσα μάθαινε τη διαχείριση του οίκου της. ''Μέλισσα, τελείωνε με τον αργαλειό, μάζεψε τη ρόκα και το αδράχτι. Βάλε το μαί μέσα στο καλάθι. Πρέπει να τακτοποιήσεις την αποθήκη: αμφορείς και στάμνοι δεξιά, χύτρες, πινάκια, λεκανίδες και οινοχόες στο πάνω ράφι αριστερά. Και μη ξεχάσεις την αγορά! Θα πρέπει όλα να είναι έτοιμα μέχρι το βράδυ. Αύριο δεν θα έχουμε χρόνο. Με το πρώτο φως θα πρέπει να ετοιμαστούμε για την παράσταση''. Μάζεψαν γρήγορα τα σύνεργά τους και έτρεξαν στην αποθήκη. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. ''Η Σατύρα σίγουρα διοικεί με σιδερένια πυγμή'' είπε η Φιλίστα γελώντας χαμηλόφωνα. ''Μα φυσικά! Η οικογένεια έχει εμπορικές σχέσεις με όλη την περιοχή, μέχρι την Κέρκυρα και ακόμα παραπέρα'' απάντησε η Μέλισσα με ενθουσιασμό, καθώς της έδειχνε τα αεία που ήταν για τακτοποίηση. Η Φιλίστα πραγματικά ανυπομονούσε, ήθελε τόσο να βρεθεί στο θέατρο, είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά...

Μόλις τελείωσαν, έφυγαν γρήγορα για την αγορά, αφήνοντας πίσω τον ναό της Θέμιδας, οι φωνές των εμπόρων άρχισαν να γίνονται εκκωφαντικές: ''Νέε μου, ορκίζομαι στην Αφροδίτη πως η αγαπημένη σου στολισμένη με αυτό το βραχιόλι, θα γίνει ακόμα πιο όμορφη!''. ''Κοίτα Φιλίστα, ψιμύθια!'', η Μέλισσα έτρεξε προς τον πάγκο με τα καυντικά και τα αρώματα σαν μικρό παιδί στο βάζο με το μέλι. ''Αχ! Μέλισσα, γύρνα πίσω, δεν έχουμε χρόνο!''.

 ''Κρασί, γλυκόπιοτο κρασί!'' άκουσε ξαφνικά και στράφηκε προς το μέρος της φωνής. Η Σατύρα την είχε συμβουλέψει να αγοράσει από έναν συγκεκριμένο Κερκυραίο προμηθευτή και να του ζητήσει κρασί από την παλιά σοδειά. Πλησίασε τον σωστό πάγκο και έριξε μια γρήγορη ματιά στις λαβές των αμφορέων για να ξεχωρίσει τα σφραγίσματα. ''Θέλω αυτόν τον μικρό αμφορέα με το αστέρι στη λαβή''. Καθώς έφευγαν, παρατήρησαν ένα πλήθος ανήσυχων αντρών να συζητούν έντονα μπροστά στη στοά. Στα αυτιά τους έφτασαν σκόρπιες λέξεις που δεν έβγαζαν κανένα νόημα: σύγκρουση, Ρωμαίοι, Περσέας. Τί είχε συμβεί;

Την επόμενη μέρα, τα δύο κορίτσια ξύπνησαν πολύ πρωί. Η Μέλισσα βοήθησε τη Φιλίστα να διαλέξει χιτώνα και ιμάτιο και να δαμάσει και να στολίσει τους μαύρους βοστρύχους της. Από όλες τις εκδηλώσεις, το θέατρο ήταν το αγαπημένο τους. Ήταν εκεί όπου οι δύο κοπέλες σχεδόν ξεχνούσαν ότι ήταν κυρία και δούλη και γινόντουσαν φίλες που σχολίαζαν τα πάντα. Μόλις έφτασαν στον ναό της Παρθένου, η Φιλίστα παρακάλεσε τη Σατύρα και τον Φάλακρο να συνεχίσουν. Τα κορίτσια στάθηκαν σιωπηλές μπροστά στον ναό για μια στιγμή και ανέβηκαν το μικρό κρηπίδωμα. Από το κατώφλι μπορούσαν να δουν τα αφιερώματα των πιστών στο εσωτερικό του σηκού, του ιερού λατρευτικού χώρου της θεάς. Επικρατούσε σιγή. Σκεπτόμενη τα λόγια που άκουσε στη στοά, η Φιλίστα προσέφερε ένα γυναικείο αγαλματίδιο, που είχε αγοράσει χθες στην αγορά

Το κοίλο του θεάτρου είχε γεμίσει από νωρίς. Οι θεατές στις κερκίδες ξεσπούσαν συνεχώς σε ζωηρά γέλια. Αρκετοί είχαν σηκωθεί από τα εδώλια και χειροκροτούσαν τους υποκριτές που έπαιζαν στο λογείο. Με φόντο την εντυπωσιακή διώροφη σκηνή και φορώντας τις πήλινες μάσκες με τις παραμορφωμένες εκφράσεις, οι υποκριτές έδιναν πνοή στα πρόσωπα της ιστορίας, διακωμωδώντας την υπόθεση με τα λόγια, τις κινήσεις και τη φωνή τους. ''Είναι πραγματικά εξαιρετικοί! Δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα από τα γέλια'', είπε η Μέλισσα στον πατέρα της και τη Φιλίστα. ''Ο σημερινός θίασος από την Αμβρακία είναι αντάξιος των δασκάλων τους, των σπουδαίων κωμωδών Φίλωνα και Δαμότιμου'', συμπλήρωσε η Σατύρα φανερά ευχαριστημένη. ''Και ο αυλητής ακολουθεί τα χνάρια του Νικοκλή που είχε διακριθεί στην Αθήνα. Από τον καιρό εκείνων των ανδρών, οι Αμβρακιώτες τεχνίτες του Διονύσου έγιναν πολύ δημοφιλείς'', συμφώνησε ο Φάλακρος. Η Φιλίστα είχε απορροφηθεί εντελώς από την παράσταση και τα τραγούδια του χορού στην ορχήστρα. Ένοιωθε πως βρισκόταν και αυτή στο ιερό σπήλαιο του Πάνα και των Νυμφών, πως συμπαραστεκόταν εξίσου στον ερωτευμένο Σώστρατο και έτρεχε να κρυφτεί από τον μισάνθρωπο πατέρα της κοπέλας, τον γέρο Κνήμωνα, που τον ενοχλούσαν τα πάντα και τσακώνονταν διαρκώς με όλους. Στην επιστροφή, το μυαλό της Φιλίστας ήταν ακόμα γεμάτο από τις εικόνες και τα γέλια τους. ''Πραγματικά χαίρομαι που είσαι εδώ, δεν θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα'', είπε ευτυχισμένη. ''Πάντα θα είμαι δίπλα σου!'' είπε η Μέλισσα με μία σιγουριά στη φωνή της.

 Πριν προλάβει η Φιλίστα να απαντήσει, μία αστραπή έσχισε τον ουρανό και ξέσπασε δυνατή καταιγίδα. ''Γρήγορα να βρούμε καταφύγιο μέχρι να ημερεύσει η οργή του Δία'' φώναξε δυνατά ο Φάλακρος και όλοι άρχισαν να τρέχουν προς το Πρυτανείο. ''Πρόσεχε Φιλίστα!'' ακούστηκε η φωνή της Μέλισσας, που την τελευταία στιγμή τράβηξε την κυρία της, σώζοντάς την από μια αστραπή του Δία. Εκείνη στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε με τρομαγμένο βλέμμα. ''Σου χρωστάω τη ζωή μου'' ψιθύρισε. Είχε πάρει εδώ και καιρό την απόφαση για την αγαπημένη της δούλη. Μα τώρα ήταν πλέον σίγουρη. ''Στα ερωτήματα των ανθρώπων, δίνουν λύσεις οι θεοί'' σκέφτηκε. Την επομένη κιόλας θα ταξίδευε στο μαντείο του Δία στη Δωδώνη για να ζητήσει τη συμβουλή του.

Μόλις ανακοίνωσε την απόφασή της στη Σατύρα, εκείνη, που πάντα λογάριαζε τα σημάδια των θεών, συμφώνησε μαζί της. Με τη βοήθεια του Φάλακρου ετοίμασε ευθύς τα απαραίτητα για το ταξίδι, αφού πρώτα προσευχήθηκε για την εύνοια των θεών στο ιερό του Απόωνα Αγυιέα. Μετά από ένα κουραστικό ταξίδι, η Φιλίστα και ο Φάλακρος αντίκρισαν στην άκρη της κοιλάδας το ιερό και με γρήγορα βήματα βρέθηκαν έξω από τον ψηλό περίβολο του μαντείου. Η προσοχή της στράφηκε σε μία λίθινη επιγραφή. Ξεκίνησε να διαβάζει ψιθυριστά:

 ΦΙΛΙΣΤΑ ΤΑΙ ΑΝΤΙΜΑΧΟΥ ΓΥΝΑΙΚΙ ΕΞ ΑΡΡΩΝΟΥ ΕΔΟΘΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

 Ήξερε για αυτή τη γυναίκα της επιγραφής, που είχε το ίδιο όνομα με εκείνη. Όλη η Μολοσσία τη γνώριζε. Είχε καταφέρει να κερδίσει το δικαίωμα του πολίτη και να γίνει μια σπουδαία ιέρεια της Δωδώνης. Άραγε να είναι αυτό το σημάδι που περίμενε; Η Φιλίστα προσέφερε ένα μικρό χάλκινο ειδώλιο και προχώρησε στο εσωτερικό του ιερού, ενώ ο Φάλακρος γεμάτος δέος περίμενε κοντά στη μεγάλη βελανιδιά, το ιερό δέντρο του θεού. Χάραξε σε ένα μολύβδινο έλασμα το ερώτημά της, που θα έκρινε την τύχη της Μέλισσας και περίμενε να φανερώσει ο θεός την απάντησή του. Ένας απαλός αέρας φύσηξε και ο χώρος γέμισε από το θρόισμα των φύων της ιερής βελανιδιάς. ''Όταν στο θέατρο πρωταγωνιστήσουν οι ψήφοι, τότε θα έρθει και η απελευθέρωση'' της είπε ένας από τους ιερείς, ερμηνεύοντας τη θέληση του θεού. Η απάντηση αυτή στριφογύριζε συνεχώς στο μυαλό της. Ποια η βούληση του Δία; 

Η απάντηση στο ερώτημά της ήρθε πιο γρήγορα από ό,τι περίμενε. Στα Γίτανα κατά την απουσία της είχε συγκληθεί έκτακτη συνέλευση. Αφήνοντας πίσω τους τα ισχυρά τείχη της πόλης, οι δύο ταξιδιώτες είδαν ανθρώπους να μιλούν έντονα, με την ανησυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, στο κέντρο της αγοράς. Ανάμεσά τους ήταν ο Ζώπυρος και η Ευρυδίκη, δύο δούλοι που είχαν καλές σχέσεις με τη Μέλισσα και τον Φάλακρο, οι οποίοι μόλις τους είδαν άρχισαν με έξαψη να αφηγούνται τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας.

 ''Τα τύμπανα του πολέμου σήμαναν. Όλοι αναρωτιούνταν εάν έπρεπε να ταχθούμε με τους Μακεδόνες ή με τους Ρωμαίους. Εκπρόσωποι και των δύο μίλησαν στο θέατρο'' είπε ο Ζώπυρος. ''Το θέατρο έμοιαζε διαφορετικό, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, η σκηνή του θύμιζε δικαστήριο. Ποοί υποστήριζαν να παραμείνουμε στο πλευρό των Μακεδόνων. Ο Ρωμαίος ύπατος, που στεκόταν μόνος αά σίγουρος στο μέσον της ορχήστρας, υποσχέθηκε την ελευθερία των ηπειρωτικών πόλεων, εάν υποδέχονταν ειρηνικά τους Ρωμαίους και επέτρεπαν στις ρωμαϊκές λεγεώνες να διασχίσουν την Ήπειρο για να φτάσουν στη Μακεδονία. Φωνές και χειροκροτήματα έπνιξαν τα λόγια του''.

 ''Οι Ρωμαίοι είναι η μόνη μας λύση! Θα ενισχύσουμε με στρατό την Ορεστίδα. Χρειαζόμαστε στρατιώτες. Να απελευθερωθούν δούλοι! Όλοι συμφώνησαν!'' συνέχισε η Ευρυδίκη. ''Όσοι κύριοι και κυρίες επιθυμούν να απελευθερώσουν τους δούλους τους πηγαίνουν στο πρυτανείο''. ''Κυρίες ;'' ρώτησε έκπληκτος ένας πωλητής που είχε πλησιάσει να ακούσει τη συζήτηση. ''Τόσα χρόνια έμπορος, έχω ταξιδέψει σε όλες τις γνωστές εηνικές πόλεις. Πρώτη φορά ακούω για γυναίκες που απελευθερώνουν δούλους!''.

 ''Φυσικά!'', απάντησε η Ευριδίκη. ''Στα μέρη μας και οι δύο μπορούν να απελευθερώσουν οικογενειακούς δούλους''. Στο άκουσμα αυτών των λόγων, τα μάτια της Φιλίστας έλαμψαν! ''Να η ευκαιρία'', σκέφτηκε και έστειλε τον Φάλακρο να ειδοποιήσει τη Μέλισσα. Δεν υπήρχε ανάγκη να περιμένει την επιστροφή του Ξένυ. Εδώ, όπως και στα μέρη της, οι γυναίκες ύπατος: μπορούσαν να παίρνουν τέτοιες αποφάσεις ακόμη και χωρίς την παρουσία του συζύγου τους.

Τα δύο κορίτσια έφθασαν τρέχοντας στο Πρυτανείο. Προσπέρασαν τους πολυτελείς ανδρώνες με τα ψηφιδωτά δάπεδα και την περίστυλη υπαίθρια αυλή και μπήκαν στο αρχείο. Τριγύρω υπήρχαν πάγκοι με γραφίδες και πήλινα μελανοδοχεία, κάθε είδους σφραγίδες, ράφια και πίθοι γεμάτοι έραφα.

 ''ΦΙΛΙΣΤΑ ΜΕΛΙΣΣΑΝ'' είπε ο γραμματέας, καθώς σημείωνε τα ονόματα της κυρίας και της δούλης στον πάπυρο. 

''Με τον όρο της παραμονής, μέχρι η Μέλισσα να παντρευτεί'', συμπλήρωσε η Φιλίστα.

Ο γραμματέας τύλιξε τον πάπυρο, τον έδεσε και τον σφράγισε με το σύμβολο της πόλης. ''Έτοιμοι'' αναφώνησε. Ένα πλατύ χαμόγελο ευγνωμοσύνης διαγράφηκε στο πρόσωπο της Μέλισσας. Άφησαν πίσω τους πρυτάνεις να συζητούν έντονα στη μεγάλη αίθουσα του ανδρώνα για τις σημαντικές αποφάσεις που είχαν ληφθεί την προηγούμενη μέρα και κατευθύνθηκαν με γοργά βήματα στο θέατρο όπου οι λιθοξόοι είχαν πιάσει ήδη δουλειά και είχαν αρχίσει να χαράζουν τα πρώτα ονόματα στα εδώλια. Η Φιλίστα, ανέβηκε γρήγορα μέχρι το διάζωμα, διαβάζοντας μερικές από τις εκατοντάδες απελευθερωτικές επιγραφές που γέμιζαν ασφυκτικά τα περισσότερα από τα εδώλια και παρήειλε να χαράξουν τα δικά τους ονόματα σε ένα από αυτά στις κεντρικές κερκίδες του θεάτρου.

 Στο ίδιο εδώλιο που, αιώνες μετά, η Φιλίστα και η Μελίνα στέκονταν τώρα και διάβαζαν την ιστορία τους. Η Φιλίστα στράφηκε προς τη συμμαθήτριά της, τη νέα φίλη που μόλις είχε αποκτήσει και της έκανε την τελευταία ερώτηση που είχε σημειώσει στο τετράδιό της: ''Θα παραμείνουμε φίλες;''. ''Για πάντα'', αποκρίθηκε η Μελίνα: ''Όπως τα ονόματα σε αυτήν την πέτρα''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου