Τα ζώα της εξοχήςΌλη την ώρα που τρώγαμε το βραδινό μας, αυτό βέλαζε, κι ο πατέρας μου αγρίευε.
– Αύριο θα πάει στον χασάπη! είπε θυμωμένος. Δεν πρόκειται να μας αφήσει να κλείσουμε μάτι όλη τη νύχτα!Έπειτα το βάλαμε στην πίσω αυλή. Μόλις το αφήναμε μόνο του, βέλαζε συνέχεια και σου έκαιγε την καρδιά. Μόνο όταν το χάιδευες και το έπαιρνες αγκαλιά σταματούσε.
– Θέλει να αισθάνεται τη ζεστασιά σου, νομίζει πως είναι η μάνα του, είπε η μητέρα μου. Πέρασα όλη τη μέρα μαζί του. Έλα όμως που ήρθε και η νύχτα...Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Σηκώθηκα, και στις μύτες των ποδιών κατέβηκα τη σκάλα. Βγήκα απ' την κουζίνα στην πίσω αυλή. Πήρα το κατσικάκι, άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, το έβαλα μέσα, μπήκα κι εγώ. Το αγκάλιασα και κοιμηθήκαμε εκεί, μαζί, όλη τη νύχτα.
Παραμονές του Πάσχα μάς φέρανε δώρο από ένα χωριό ένα υπέροχο μικρό κατσικάκι.
– Τι θα το κάνουμε τώρα αυτό; έλεγε απελπισμένη η μαμά μου.1 Ο πατέρας μου είχε καλή καρδιά. Έτσι, το σπίτι μας απέκτησε τώρα ένα κατσικάκι. Όταν, πολύ σπάνια, πηγαίναμε καμιά εκδρομή όλοι μαζί, εγώ καθόμουνα πίσω στο αυτοκίνητο με το κατσικάκι μου αγκαλιά, σαν να 'τανε σκυλάκι. «Είμαστε η ποιμενική ασυμφωνία» έλεγε ο πατέρας μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου