Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

το βροντερό ΟΧΙ των Ελλήνων

 Στις 28 του Οκτώβρη 1940, ο ελληνικός λαός ξεσηκώνεται για να αποκρούσει την ιταλική φασιστική εισβολή.

Λίγο μετά τις 03:00 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά,

Ο ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά τουπεριγράφει τη σκηνή:

Μόλις καθίσαμε, του είπα ότι η κυβέρνησή μου μού είχε αναθέσει να του κάνω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή φωνή: 

«Alors, c'est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο) .

 

Την επόμενη μέρα ολόκληρος ο ελληνικός λαός ξεχύθηκε στους δρόμους βροντοφωνάζοντας ένα τεράστιο ΟΧΙ

Η αντίδραση του λαού Από τη στιγμή που έγινε γνωστή η είδηση του πολέμου και παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό που προκάλεσε, η αντίδραση του ελληνικού λαού ήταν εξίσου απρόσμενη. Δεν υπήρχε φόβος, ταραχή ή αγωνία, παρά μόνο «μιὰ διάθεση εὐφορίας, κέφι ἀνάλαφρο, ἀλλόκοτο», όπως παρατηρεί ο Άγγελος Τερζάκης περιγράφοντας την ατμόσφαιρα στην Αθήνα εκείνο το πρωί: «Στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀντικρύζονταν, ἔφεγγε ἕνα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος, ὁ ἴσαμε χτὲς βουτηγμένος στὴν καθημερινότητα καὶ στὴ βιοπάλη, νὰ μάθαινε ξαφνικὰ πὼς ἔχει μέσα του κρυμμένα νιάτα. Γιατὶ τὸ πρωΐ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικὰ μιὰ ἀποκάλυψη: Διαφορετικὸ εἶχε πέσει νὰ κοιμηθεῖ τὸ ἔθνος τὴ νύχτα ποὺ πέρασε, διαφορετικὸ ξυπνοῦσε τώρα. Ἡ εἴδηση ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα “Πόλεμος! οἱ Ἰταλοὶ εἰσβάλλουν”, εἴτανε σὰ γενικὴ πρόσκληση σὲ ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο καὶ λεβεντιὰ φούσκωναν τὰ στήθη»





Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,

σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.

Και κάποιο βράδυ - πες σαν χτες - υψώνει το κεφάλι

κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.

Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα

κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.


Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης

και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.

Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει

φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.


Γιάννης Ρίτσος, Ο Λαός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου