Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ο Θούριος
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.
.Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι
ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄, Απόσπασμα 6
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτη της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι;
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,―
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον
. Των Κολοκοτρωναίων
5 | Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια, |
10 | Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε, |
15 | «Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια». |
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε. |
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη Περπατώντας η Δόξα μονάχη Μελετά τα λαμπρά παλικάρια Και στην κόμη στεφάνι φορεί Γεναμένο από λίγα χορτάρια Που είχαν μείνει στην έρημη γη. |
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου