Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Η ζωή και το έργο των Αγίων Τριών Ιεραρχών

 Ο Χρυσός Αιώνας   των Ελληνικών Γραμμάτων

Στην ιστορία κάθε τόπου, λαού και πολιτισμού, υπάρχουν στιγμές καθοριστικές για τη μοίρα του, που μπορούν να χαρακτηριστούν ορόσημα, αφού από αυτές εξαρτάται το πολιτιστικό και ιστορικό γίγνεσθαι στο διηνεκές.

Ο 4ος μ.Χ. αιώνας είναι σημαντικό ορόσημο για τα Ελληνικά Γράμματα και γενικότερα για το ελληνικό πνεύμα. Εύλογα έχει ονομαστεί "Χρυσός Αιώνας των Ελληνικών Γραμμάτων",αφού τον αιώνα αυτόν κρίθηκε οριστικά η τύχη και η σωτηρία των έργων των Ελλήνων σοφών.

Είχαν, λοιπόν, προηγηθεί αιώνες διωγμών κατά των Χριστιανών από τους Εθνικούς που είχαν δημιουργήσει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους οπαδούς της χριστιανικής θρησκείας και τους λάτρεις της αρχαίας. Και είχαν σπείρει φοβερό μίσος στις καρδιές των Χριστιανών, όχι μόνο εναντίον των ειδωλολατρών, αλλά και των έργων Τέχνης, του πολιτισμού τους. Θύματα υπήρξαν ναοί των ειδωλολατρικών θεών, αγάλματα, παραστάσεις, θέατρα, γραπτά μνημεία. 

 Την ίδια και χειρότερη τύχη είχαν τα κείμενα των τραγικών και σοφών της αρχαιότητας. Τόμοι ολάκεροι, μόχθου και σοφίας, ρίχτηκαν στην πυρά. Και ίσως δε θα είχε απομείνει τίποτε για μας τους επίγονους, αν δεν έθεταν φραγμό στο καταστροφικό έργο οι τρεις Ιεράρχες: Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος και, κυρίως, ο Μέγας Βασίλειος. Ακόμα σώθηκαν όσα δεν είχαν πέσει προηγουμένως στα χέρια των καταστροφέων. Ο,τι, δηλαδή, απέμεινε ως πνευματική κληρονομιά στο ταλαίπωρο γένος των  Ελλήνων, ικανό, να φωτίζει δρόμους προς αναζήτηση του λόγου σχέσης του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και τα πράγματα.

Για την προσφορά τους αυτή, θεωρούνται και τιμώνται ως προστάτες των Ελληνικών Γραμμάτων οι τρεις "φωστήρες της τρισηλίου θεότητας",  την ημέρα, την αφιερωμένη στα Γράμματα και τους ίδιους, την 30ή Ιανουαρίου. Και δεν είναι άσκοπο, μήτε οπισθοδρομικό, να ρίχνουμε πότε πότε τη ματιά, αναζητώντας πράγματα, αξίες και γεγονότα, που άνοιξαν δρόμους στην ιστορία του πνεύματος και του πολιτισμού του τόπου αυτού.

Απολυτίκιο (Ἦχος α')

Τούς Τρεῖς Μεγίστους Φωστῆρας τῆς Τρισηλίου Θεότητος,
τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας,
τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας,
τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τόν Μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον,
σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν Χρυσοῤῥήμονι,
πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν·



Στις 30 Ιανουαρίου που η Εκκλησία μας τιμά και πανηγυρίζει τους «τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», τους τρεις Ιεράρχες και Οικουμενικούς διδασκάλους, τον Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον Θεολόγο, και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, γιορτάζει και η Ελληνική Παιδεία.

Κρίνονται δε σήμερα, ως οι αληθινοί θεμελιωτές της Ελληνοχριστιανικής παιδείας, ως υπέροχοι παιδαγωγοί, που είχαν δώσει λύσεις τις οποίες και η σύγχρονη παιδαγωγική επιστήμη τις παραδέχεται στο σύνολό τους ως ορθές, γιατί στην παιδαγωγική τους σκέψη είχαν ως πρότυπα και οδηγούς, τους μεγάλους Έλληνες φιλοσόφους Σωκράτη και Πλάτωνα, και τον μέγα Διδάσκαλο Ιησού Χριστό και Απόστολο Παύλο. Και γι αυτό πάντα διδάσκουν, πάντα νουθετούν, πάντα συμβουλεύουν και στη συνέχεια συνιστούν η αγωγή των νέων να βασίζεται πάνω στο Ελληνικό πνεύμα και στη Χριστιανική αρετή.

 Πιστεύουν δε, πως η αγωγή επειδή είναι χρήσιμη απαραίτητη και αναγκαία πρέπει να αρχίζει από ενωρίς. Ο Μέγας Βασίλειος πάνω σ αυτό γράφει: Ότε η ψυχή είναι ακόμη εύπλαστος και απαλή, πρέπει να άγεται προς πάσαν άσκησην αγαθών. Εξ αρχής όταν ο παις είναι ευήνιος πρέπει να εθίζεται προς τα πρέπονατα, να χαλιναγωγείται μετ ακριβείας και να κολάζωνται τα ψυχικά αυτού νοσήματα. Άλλως αμελούμενα τα πάθη και αυξανόμενα, δυσκατέργαστα γίνονται και η έξις Δευτέρα φύσις. Και πάνω στο θέμα της αγωγής των τέκνων τους, υποδεικνύουν στους γονείς δύο τινά. 1 ον Από μικράς ηλικίας υπήκοον και ευπειθή παρασκέυαζον τον παίδα σου και 2 ον Το κατ αρετήν παιδεύειν και ανατρέφεσθαι τον παίδα. Βασικό δε φορέα και καλλιεργητή της ηθικής διαπαιδαγωγήσεως και ανατροφής των παιδιών θεωρούν αποκλειστικά του γονείς, στους οποίους συνιστούν ν ανατρέφουν τα παιδιά των εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ειδικά δε ο ευφραδής και μελίρρυτος Χρυσόστομος, σε μία προς τους γονείς νουθεσία του: περί ανατροφής και διαπαιδαγωγήσεως των τέκνων, λέγει. Πολλοί των γονέων πολλάκις πάντα ποιούσιν, ίνα κληρονομήσωσι τα τέκνα αυτών, ωραίον ίππον, λαμπρά και πολυτελή οικίαν, πολύτιμον αγρόν, ουδαμώς δε φροντίζουσι περί της ψυχής των τέκνων αυτών. Το τοιούτον είναι παραφροσύνη και άνοια, διότι ο μη σπουδαίος κληρονόμος την μεγάλην κληρονομίαν πάνυ συντόμως σπαταλά και αφανίζει, ενώ τουναντίον ο αδρώς μεμορφωμένος, κι ελάχιστα εάν έχει, σωφρώνως θα οικονομήσει ταύτα και ευδαιμόνως θα ζήσει. Ανάγκη λοιπόν, να μην φροντίζομεν πως θα καταστήσωμεν τους παίδας ημών πλουσίους εν χρυσίω και αργυρίω αλλά πως θα καταστήσωμεν αυτούς ευπορωτέρους εν σοφία και αρετή, όπως ολιγαρκείς ώσιν. 

Ανάγκη να μεριμνώμεν περί των διατριβών και αναστροφών των τέκνων μας, να εμβάλωμεν χαλινούς κατά την νεαράν ηλικίαν αυτών, και να ρυθμίζωμεν τον βίον αυτών κατ αρετήν εθίζοντες αυτούς εις ωρισμένας ηθικάς πράξεις. Κάμψον εκ νεότητος του τον τράχηλον του παιδός σου ότε ευκολωτέρα καθίσταται η παιδαγωγία


ο Γρηγόριος ο Θεολόγος απευθυνόμενος σε μία επιστολή του προς τους νέους τους νουθετεί λέγοντάς τους.Είναι ευκολώτερον να επηρεαστείς από την κακίαν, παρά να μεταδώσεις την αρετήν. Τον θησαυρόν της αρετής που είναι αληθινός και αποκλειστικά δικός σου, να τον φυλάς και να τον λαμπρύνεις, με τα καλά μαθήματα, για να λάμπει περισσότερον.

Είναι, η αγάπη, η Δικαιοσύνη, η υπακοή και η ταπεινοφροσύνη θα παιδαγωγεί ορθά τους μαθητές του, που έκαστος εξ αυτών είναι ένα καλλιτέχνημα και ως καλλιτέχνης διδάσκαλος και αυτός, με τη σμίλη, της προσφοράς της μάθησης, θα αφαιρεί ότι είναι περιττόν και θα προσθέτει ότι είναι ελλείπον. Απ αυτές τις φράσεις ορμώμενος ο Κωστής Παλαμάς έγραψε το ποίημα. Σμίλεψε πάλι δάσκαλε ψυχές.υπομονή! Χτίζε σοφέ Δάσκαλε της κοινωνίας το παλάτι. Ιδιαίτερα δε για την παιδαγωγική αξία της αγάπης στο έργο της αγωγής, είναι απαραίτητος, κατά τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, γιατί αδυνατούν ν αναπληρώσουν αυτήν: 

Ο Ευφραδής δε ο Χρυσόστομος θεωρεί το έργον του διδασκάλου, ως το ύψιστο έργο πάνω στη γη και ως ένα από τα δυσκολότερα, γιατί είναι έργο πολυσύνθετο: (Μορφωτικό-Θρησκευτικό-ηθικό-κοινωνικό-ανθρωπιστικό και εθνικό). Υποστηρίζει δε ότι ο διδάσκαλος πρέπει να διδάσκει ό,τι συμφέρει να μάθει ο μαθητής και συνιστά η ύλη της διδασκαλίας να μην είναι υπέρ άγαν δύσκολος ουδέ και υπέρ άγαν εύκολος. Προτείνει δε, να γίνεται κάθοδος του διδασκάλου από το ύψος της μορφώσεώς του στο πνευματικό επίπεδο των μαθητών γιατί τότε ακριβώς επιτυγχάνεται η διδασκαλία .

Το παιδαγωγικό έργο όμως του διδασκάλου, κατά τους τρεις Ιεράρχες, δεν πρέπει να περιορίζεται στη μετάδοση μόνο των γνώσεων. Πρέπει να επεκτείνεται και στην ανάπτυξη της βούλησης. Τα μέσα δε, με τα οποία ημπορεί ο διδάσκαλος ν αναπτύξει τη βούληση του μαθητή, κατά τον ιερό Χρυσόστομο είναι: Η συνήθεια και η άσκηση. Τα καλά παραδείγματα Οι έπαινοι και οι αμοιβές και Οι επιπλήξεις . Στο θέμα δε των επιπλήξεων συμφωνούν και οι τρεις Ιεράρχες και πιστεύουν απόλυτα ότι πρέπει να γίνεται χρήση αυτών. Πάνω δε στο θέμα των επιπλήξεων ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει. Εάν ο παις φέρεται προπετέστερον, ας γίνεται χρήσις του ελέγχου, του οποίου σκοπός είναι η διόρθωσις του αμαρτάνοντος. Ας γίνεται χρήσις και της επιτημήσεως, ουχί όμως του ονειδισμού. Εν πάσει περιπτώσει, λέγει, πρέπει ο γονεύς ή ο διδάσκαλος, να είναι ακριβοδίκαιος και να επανορθοί έκαστον πταίσμα δι αναλόγων επιπλήξεων.

της επιτημήσεως=     προσάπτω μομφή σε κάποιον για κάτι αρνητικό που διέπραξε, επιπλήττωμαλώνω

Η παιδεία αφορά ολόκληρη την ζωή του ανθρώπου.  Ο δε ευφραδής Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί την ευσέβεια, ως το άπαν στην Χριστιανικήν παιδεία.

Κατά τους τρεις Διδασκάλους της οικουμένης, στην παιδαγωγική και την εν γένει αγωγή των παίδων, σπουδαίος παράγων είναι και τα βιβλία.

 Ο Μέγας Βασίλειος: Από τας διδασκαλίας και τα βιβλία να παίρνουμε ότι σχετίζεται και συγγενεύει με την αλήθειαν. Τα άλλα να τα απορρίπτομεν. Όταν κόπτομε το τριαντάφυλλον παραμερίζομεν τα αγκάθια της τριανταφυλλής. Το ίδιο να κάμωμε και εις τα βιβλία. Θα πάρωμεν ότι ωφέλιμον έχουν και θα προφυλαχθώμεν από τα βλαβερά. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά προς κάθε νέον να μιμείται το έργον της σοφής μέλισσας λέγοντας: Οι μέλισσες δεν στέκονται μόνον στην ευωδία ή το χρώμα των λουλουδιών και απομυζούν το μέλι, αλλά επιλέγουν. Έτσι και εσύ από κάθε μελέτη σου φρόντιζε να θησαυρίζεις στην ψυχή σου κάποια ωφέλεια. Ο δε Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει τους νέους με ένα πλάγιο Σωκρατικό τρόπο λέγοντάς τους: Ποίαν άμπελον θα θαυμάσωμεν; Εκείνην της οποίας κυματίζουν τα φύλλα και τα κλίματα, ή εκείνην που είναι κατάφορτος από καρπούς; Και ποία είναι η αρετή της ελαίας; Όταν έχει μεγάλους κλάδους και πυκνόν φύλλωμα ή όταν παρουσιάζει άφθονον τον καρπόν της, και παντού διασκορπισμένον; Από την μελέτη σας ερευνάτε, να βρίσκετε, κατάφορτους της αμπέλου καρπούς, και τους άφθονους, της ελαίας, με αρετή. 































«…και το της φύσεως ευγενές, πλεονεξία κατετεμε, προσλαβουσα και νόμον, της δυναστείας επίκουρον»

Γρηγόριος ο Θεολόγος
(J.P Migne, P.G. 35, 892, KΣΤ.14.)

Αυτοί δηλαδή που συσσώρευσαν πλούτο, έγιναν και ισχυροί πολιτικά αρπάζοντας ή υφαρπαζοντας την εξουσία, με αποκλειστικό σκοπό να κατοχυρώσουν και με νόμο το προϊόν της αδικίας που διέπραξαν.

Φροντίζουν δηλαδή να περιτυλίξουν τα κλοπιμαία τους και όσα σφετερίστηκαν ελέω δυνάμεως, με νομικό περικάλυμμα (προσπάθεια νομιμοποίησης) για να τους προσδώσουν μια τάχατες δικαιακή χροιά.

Χρήστος Νικ. Ζήκος
τ. σχολικός σύμβουλος Θεολόγων

Η ζωή και το έργο των Αγίων Τριών Ιεραρχών που τιμούμε σήμερα είναι καύχημα της αγωνιζόμενης του Χριστού Εκκλησίας.Ως φωτισμένες διάνοιες που ήταν, έβλεπαν λοιπόν στην πράξη, πως η Βασιλεία του Θεού, δηλαδή η νέα κοινωνία του Χριστού, ήταν και είναι δικαιοσύνης άσκησις εν αγιασμώ Κυρίου. Γι αυτό και ασκούνταν διαρκώς σε έργα δικαιοσύνης και ανθρωπιάς. Και μάλιστα εν μέσω διώξεων και τεραστίων εμποδίων. Πεπεισμένοι πάντοτε πως «ουκ εστίν άλλως σωθήναι, ει μη δια του πλησίον».Ο λόγος τους μαχητικός, εναντίον κάθε μορφής κοινωνικής αδικίας και ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Και για τις μέρες μας δυστυχώς δραματικά επίκαιρος.Η διαρκής προσπάθεια για την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, για την άρση δηλαδή των συνθηκών  της ανισότητας και της φτώχειας κάθε μορφής, των συνθηκών δηλαδή της δομικής βίας, ήταν και παραμένει υψίστη διακονία της Εκκλησίας. Διακονίας που απορρέει από το ίδιο Ευαγγέλιο του Χριστού

Την κοινωνική αδικία οι Τρεις Ιεράρχες  την χαρακτηρίζουν ως εκτροπή από τη φυσική τάξη των πραγμάτων, όπως αυτήν την είχε ορίσει ο Θεός. Ως εκτροπή δηλαδή από την ισότητα.  Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει ότι η ύπαρξη πλουσίων και φτωχών οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις αυθαιρεσίες των ισχυρών που φροντίζουν κιόλας να κατοχυρώσουν με νόμο τις αυθαιρεσίες τους. Αυτοί που αδικούν, δηλαδή οι δυνατοί, κατακτούν και την εκτελεστική εξουσία για να μην κινδυνέψει ποτέ να χαθεί ο εξ αρπαγής και λεηλασίας των αδυνάτων πλούτος τους. Φροντίζουν στη συνέχεια να περιτυλίξουν τα  κλοπιμαία τους και όσα σφετερίστηκαν ελέω δυνάμεως, με νομικό περικάλυμμα, για να τους προσδώσουν  μια τάχατες δικαιακή χροιά, ούτως ώστε να μην τολμάει πλέον κανείς να αμφισβητήσει το νέο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Κοιτάνε δηλαδή πως να νομιμοποιήσουν τον εκ της αυθαιρεσίας τους προερχόμενο πλούτο.

«Πενία και πλούτος», τονίζει ο άγιος Γρηγόριος στο « Περί Φιλοπτωχείας», «ύστερον επεισήλθον τω γένει των ανθρώπων ώσπερ αρρωστήματα.», «και το της φύσεως ευγενές, πλεονεξία κατέτεμε, προσλαβούσα και νόμον, της δυναστείας επίκουρον». Είναι δομικό κοινωνικό πρόβλημα που σχετίζεται τόσο με τον τρόπο που λειτουργεί και αναπτύσσεται μια κοινωνία όσο και με το ποιόν των προσώπων που την διαχειρίζονται. Και διαφωτίζοντάς μας  επαρκώς, μας επισημαίνει πως αυτοί που συσσώρευσαν τον πλούτο, έγιναν και ισχυροί πολιτικά, αρπάζοντας ή υφαρπάζοντας την εξουσία, με αποκλειστικό σκοπό να κατοχυρώσουν και με νόμο το προϊόν της αδικίας που διέπραξανΠρόκειται για την πλέον ριζική αμφισβήτηση τόσο του ίδιου του εκμεταλλευτικού κοινωνικού συστήματος στη βάση του όσο και κάθε προσπάθειας για τη νομιμοποίησή του.

.Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταγγέλλει με δριμύτητα την πλουτοκρατία για την κοινωνική αδικία που προξενεί και δεν αθωώνει ούτε και τους κληρονόμους του πλούτου. Γράφει στην 12η Ομιλία του, στην Α΄ προς Τιμόθεον: «Μην ισχυρίζεσαι κι εσύ, που έχεις πλούτο όχι από προσωπικές σου αδικίες, αλλά από κληρονομιά, ότι δεν είσαι άδικος, επειδή κληρονόμησες τα προϊόντα της αδικίας. Γιατί βέβαια, δεν ήταν ο πρόγονός σου πλούσιος από την εποχή του Αδάμ, αλλά κάποιος από τους προγόνους σου άρπαξε από τους πολλούς τα αγαθά και τα καρπώθηκε, για να φτάσουν ως κληρονομιά σε σένα». Είναι κατηγορηματικός ο μεγάλος Ιεράρχης μας, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για διαπραγμάτευση. « Κάθε πλούσιος είναι άνομος ή κληρονόμος ανόμων». Και παρακάτω εξισώνει την ασπλαχνία όλων μας των κατεχόντων στην επίδειξη ελέους προς τους αδυνάτους, με την ίδια την αδικία και εκμετάλλευση: «Ου τα αλλότρια αρπάζειν μόνον», γράφει ο αγωνιστής μεγάλος Ιεράρχης, «αλλά και τα εαυτών μη μεταδιδόναι ετέροις και τούτο αρπαγή και πλεονεξία και αποστέρησις εστίν». Η παραπάνω αυστηρή στάση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς τους κατέχοντες δεν σχετίζεται με το πρόσωπό τους, αλλά με τον ίδιο τον πλούτο τους ως μέσο αδικίας. Δεν θέλει να εξουθενώσει τον πλούσιο ως πρόσωπο, αλλά να τον συνετίσει και να τον οδηγήσει στην κοινωνία της διακονίας και της αλληλεγγύηςΈβλεπαν καθαρά αυτές τις αντιφάσεις οι άγιοι Ιεράρχες μας και τις κατήγγειλαν ανοικτά. Δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με την οργανωμένη αδικία, τη διαφθορά και την υποκρισία των διοικούντων. Και στις πιο όμως οξείες καταγγελτικές  τους στιγμές, προσπαθούσαν να συνετίσουν  τους διοικούντες. Διέθεταν γι αυτό το απαραίτητο κύρος και πνευματικό ανάστημα, αλλά και ευρύτατη κοινωνική αποδοχή. Ήταν ηγέτες πραγματικοί και γνήσιοι ποιμενάρχες. Άξιοι καθ’ όλα γι αυτό και ο λαός τους αγαπούσε ως τα όρια της λατρείας. Την Εκκλησία την ήθελαν Οδηγό, Προστάτη και Υπηρέτη ταυτόχρονα του λαού. Κατέκριναν τη σπάταλη διοίκηση εν μέσω λαού πένητος, ανυπόδητου και αναξιοπαθούντος, στον οποίο όμως είχαν διαμοιράσει και οι τρεις πριν γίνουν επίσκοποι όλην την περιουσία τους. «Ντρέπομαι» έλεγε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος βλέποντας τέτοια σπατάλη από τη μια μεριά και από την άλλη τόση ανθρώπινη δυστυχία. «Την εξουσία –της έλεγε της διεφθαρμένης αυτοκράτειρας, της Ευδοξίας- την έχεις για να απονέμεις παντού δικαιοσύνη. Όσο ισχυρή  κι αν είσαι, είσαι καπνός και όνειρο. Γι αυτό δώσε τέλος στη δυστυχία.Κι αυτή αντί  να συνετιστεί,  εξακολουθούσε  να κατηγορεί για ανάρμοστη συμπεριφορά τον αγωνιστή άγιο Ιεράρχη μας  και τον   εξόρισε στην Αρμενία,Αργότερα, εξορίστηκε ακόμη πιο μακριά στο πιο απομακρυσμένο όριο της Αυτοκρατορίας κοντά στη Μαύρη Θάλασσα.
Πέθανε καθοδόν προς εκεί το 407από εξάντληση.













Οι εκκλήσεις του εξόργισαν τις αρχές, σε κάθε τομέα της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. και να εξορίζεται στο Cucucus της Αρμενίας. 
Ίδιος αναδεικνύεται και ο Μέγας Βασίλειος  στην ομιλία του «Καθελώ μου τας αποθήκας»,όπου μας συμβουλεύει: «Μη φανώμεν οι λογικοί των αλόγων ωμότεροι. Εκείνα γαρ τοις εκ της γης φυομένοις παρά της φύσεως ως κοινή κέχρηνται, ημείς δε εγκολπιζόμεθα τα κοινά τα των πολλών μόνοι έχοντες…. Το πρώτον των χριστιανών ζηλώσωμεν σύνταγμα, όπως ην αυτοίς άπαντα κοινά, ο βίος, η ψυχή, η συμφωνία, η τράπεζα κοινή, αδιαίρετος αδελφότης, αγάπη ανυπόκριτος»
Μίλησε εύγλωττα υπέρ της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στην ίδια ομιλία του ο Μέγας Ιεράρχης καταγγέλλει τόσο τους εκμεταλλευτές που σφετερίζονται τα κοινά αγαθά «τα γαρ κοινά προκατασχόντες, ίδια ποιούνται»,όσο και την αδιαφορία μας μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία. Κι η αδιαφορία μας, κατά τον μεγάλο Ιεράρχη, και η σιωπή μας μπροστά στο ζήτημα της κοινωνικής αδικίας, μας καθιστά εξίσου συνένοχους. Κλέφτες κατά το Μέγα Βασίλειο δεν είναι μόνο όσοι ξεγυμνώνουν τους ντυμένους, αλλά και όσοι, αν και μπορούν, εν τούτοις δεν ντύνουν τους γυμνούς. «Ή ο μεν ενδεδυμένον απογυμνών λωποδύτης ονομασθήσεται, ο δε γυμνόν μη ενδύων , δυνάμενος τούτον ποιείν, άλλης τινός προσηγορίας άξιος; Του πεινώντος εστιν ο άρτος, ον συ κατέχεις, του γυμνητεύοντος το ιμάτιον ο συ φυλάσσεις εν αποθήκαις, του ανυποδήτου το υπόδημα ο παρά σοι κατασήπεται, του χρήζοντος το αργύριον ο κατορύξας έχεις. Ώστε τοσούτους αδικείς, όσους παρέχειν ηδύνασο».

Αποκαλύπτει τη γύμνια μας ο μεγάλος Ιεράρχης. Τόσους αδικούμε, γράφει, όσους θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε.

Διαλεκτική υπέρβαση της προσωποποίησης της αδικίας και ανάδειξη της συνυπευθυνότητας, που φέρνει στην επιφάνεια τη βαθιά αλλοτρίωση στην οποία έχουμε περιπέσει ως ανθρωπότητα. Υπέρβαση που τρυπάει σαν βέλος τον ωχαδερφισμό μας και το βολεμένο εαυτούλη μας, από έναν μεγάλο Ιεράρχη που κράτησε για τον εαυτό του μόνο το τριμμένο ράσο που φορούσε και τα βιβλία του και παρόλα αυτά ήταν πάμπλουτος. 30.000 αδέρφια του περιεθάλποντο καθημερινώς στη πόλη του Θεού, στη Βασιλειάδα του, στο συγκρότημα του ιδρύματός του στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.

Μετάπλασε ο Μέγας Ιεράρχης την περιφέρειά του σε χώρο αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, σε χώρο κοινωνικής δικαιοσύνης, υποστηρίζοντας έμπρακτα όλα τα θύματα της κοινωνικής αναλγησίας, χωρίς να ξεχωρίζει χριστιανούς και ειδωλολάτρες, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα και τους εκμεταλλευτές τους. Είναι εξαιρετικά δύσκολο κατά το μέγιστο Ιεράρχη να συσσωρευτεί πλούτος χωρίς να διαπραχθούν αδικίες και εκμετάλλευση ανθρώπων. «Ως πότε», αναρωτιέται στην ομιλία του προς «Πλουτούντας», «θα είναι παντοδύναμο το χρήμα, ως πότε θα κυβερνά ο πλούτος, η αιτία όλων των πολέμων, για τον οποίο κατασκευάζονται τα όπλα και ακονίζονται τα ξίφη;»
Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχες μας που τιμούμε σήμερα, σηκώσανε εκούσια  το σταυρό για το δίκιο του κόσμου. Εγίνανε άνθρωποι του Χριστού από αγάπη για τον άνθρωπο.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ