AFTER = Ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ αὐτὰρ = μετά. Ὁ Ὅμηρος λέει: ''θα σᾶς
διηγηθῶ τί ἔγινε αὐτᾶρ''.
AMEN = λατινικά: amen. Τὸ γνωστὸ ἀμὴν προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαιότατο
ἢ μὴν = ἀληθῶς, (Ἰλιάδα Ὁμήρου β291-301),ἠμέν. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἠμὲν εἶναι τὸ...
σημερινὸ ἀμέ!
BANK = λατινικὰ pango ἀπὸ τὸ παγιῶ, πήγνυμι. Οἱ τράπεζες πῆραν
τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ τὰ πρῶτα 'τραπέζια' (πάγκους) τῆς ἀγορᾶς.
BAR = λατινικά: barra ἀπὸ τὸ μάρα = ἐργαλεῖο σιδηρουργοῦ.
BOSS = ἀπὸ τὸ πόσσις = ὁ ἀφέντης τοῦ σπιτιοῦ.
BRAVO = λατινικό, ἀπὸ τὸ βραβεῖο.
BROTHER = λατινικὰ frater ἀπὸ τὸ φράτωρ.
CARE = ἀπὸ τὸ καρέζω.
COLONY = ἀπὸ τὸ κολώνεια = ἀποικιακὴ πόλη.
DAY = Οἱ Κρητικοὶ ἔλεγαν τὴν ἡμέρα 'διά'. Καί: εὐδιάθετος =
εἶναι σὲ καλὴ μέρα.
DISASTER = ἀπὸ τὸ δυσοίωνος + ἀστὴρ
DOLLAR = ἀπὸ τὸ τάλλαρον = καλάθι ποὺ χρησίμευε ὡς μονάδα
μέτρησης στὶς ἀνταλλαγές. π.χ. «δῶσε μου 5 τάλλαρα σιτάρι». Παράγωγο εἶναι τὸ
τάλληρο, ἀλλὰ καὶ τὸ τελλάρo!
DOUBLE = ἀπὸ τὸ διπλοὺς - διπλός.
EXIST = λατινικὰ ex + sisto ἀπὸ τὸ ἔξ + ίστημι = ἐξέχω,
προέχω.
EXIT = ἀπὸ τὸ ἔξιτε = ἐξέλθετε
EYES = ἀπὸ τὸ φάεα = μάτια.
FATHER = ἀπὸ τὸ πάτερ (πατήρ).
FLOWER = λατινικὰ flos ἀπὸ τὸ φλόος.
FRAPPER = ἀπὸ τὸ φραγκικὸ hrappan ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ
(F)ραπίζω = κτυπῶ (F=δίγαμμα).
GLAMOUR = λατινικὸ gramour ἀπὸ τὸ γραμμάριο. Οἱ μάγοι
παρασκεύαζαν τὶς συνταγές τους μὲ συστατικὰ μετρημένα σὲ γραμμάρια καὶ ἐπειδὴ ἡ
ὅλη διαδικασία ἦταν γοητευτικὴ καὶ μὲ κύρος, τὸ gramour - glamour, πῆρε τὴν
σημερινὴἔννοια.
HEART,CORE
= ἀπὸ τὸ κέαρ = καρδιά.
HUMOR = ἀπὸ τὸ
χυμὸρ = χυμὸς (Στὴν εὐβοϊκὴ διάλεκτο, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸν Κρατύλο τοῦ Πλάτωνος, τὸ
τελικὸ “ς” προφέρεται ὡς “ρ”. Π.χ. σκληρότηρ ἀντὶ σκληρότης).
I = ἀπὸ τὸ
ἐγὼ ἢ ἴω, ὅπως εἶναι στὴν βοιωτικὴ διάλεκτο.
ILLUSION = ἀπὸ τὸ λίζει = παίζει.
ΙS = ἀπὸ τὸ εἷς.
KARAT = ἐκ τοῦ κεράτιον, (μικρὸ κέρας γιὰ τὴ στάθμιση
βάρους).
KISS ME = ἐκ τοῦ κύσον μὲ = φίλησε μὲ (...εἶπε ὁ Ὀδυσσέας στὴν
Πηνελόπη).
LORD = ἐκ τοῦ λάρς. Οἱ Πελασγικὲς Ἀκροπόλεις ὀνομάζονταν
Λάρισσες καὶ ὁ διοικητὴς τοὺς λὰρς ἢ λαέρτης. Ὅπως: Λαέρτης - πατέρας τοῦ Ὀδυσσέα).
LOVE = λατινικό: love ἀπὸ τὸ 'λάFω'. Τὸ δίγαμμα (F) γίνεται
“αὖ” καὶ “λάFὢ” σημαίνει ''θέλω πολύ''.
MARMELADE = λατινικὰ melimelum ἀπὸ τὸ μελίμηλον = κυδώνι.
MATRIX = ἀπὸ τὸ μήτρα.
MATURITY = λατινικά: maturus ἀπὸ τὸ μαδαρὸς= ὑγρός.
MAXIMUM = λατινικά: maximum ἀπὸ τὸ μέγιστος.
MAYONNAISE = ἀπὸ τὴν πόλη Mayon, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸ
Μάχων = ἑλληνικὸ ὄνομα καὶ ἀδελφός του Ἀννίβα.
ME = ἀπὸ τὸ μέ.
MEDICINE = λατινικὰ: medeor ἀπὸ τὸ μέδομαι, μήδομαι =
σκέπτομαι, πράττω ἐπιδέξια. Καὶ μέδω = φροντίζω, μεδέων = προστάτης.
MENACE = ἀπὸ τὸ μῆνις.
MENTOR = ἀπὸ τὸ μέντωρ.
MINE = ἀπὸ τὸ Μινῶαι 😊
λιμάνια τοῦ Μίνωα, ὅπου γινόταν ἐμπόριο μεταλλευμάτων. «Κρητῶν λιμένες, Μίνωαι
καλούμεναι». (Διοδ. Σικελ. Ἐ'84,2).
MINOR = λατινικά: minor ἀπὸ τὸ μινὺς = μικρός. Στὰ ἐπίσημα
γεύματα εἶχαν τὸ μινύθες γραμμάτιον, ἕνα μικρὸ κείμενο στὸ ὁποῖο ἀναγραφόταν τί
περιελάμβανε τὸ γεῦμα. Παράγωγο τό... menu!
MODEL = ἀπὸ τὸ μῆδος = σχέδιο (ἡ ἴδια ρίζα μὲ τὴ μόδα =
moda).
MOCK = ἀπὸ τὸ μῶκος = αὐτὸς ποὺ χλευάζει.
MONEY = λατινικό: moneta ἀπὸ τὸ μονία = μόνη ἐπωνυμία τῆς Θεᾶς
Ἥρας: Ἠραμονία. Στὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεᾶς στὴ Ρώμη ἦταν τὸ νομισματοκοπεῖο
καὶ τὰ νομίσματα ἔφεραν τὴν παράστασή της (monetae).
MOTHER = ἀπὸ τὸ μάτηρ, μήτηρ.
MOVE = ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ ἀμείβου = κουνήσου!
MOW = ἀπὸ τὸ ἀμάω = θερίζω.
NIGHT = ἀπὸ τὸ νύχτα.
NO = λατινικό: non, ne ἐκ τοῦ ἐκ τοῦ νή: ἀρνητικὸ μόριο (
''νέ τρώει, νὲ πίνει''), ἢ (νηπενθὴς = ἀπενθῆς, νηνεμία =ἔλλειψη ἀνέμου.
PAUSE = ἀπὸ τὸ παύση.
RESISTANCE = ἀπὸ τὸ ρὰ + ἴστημι.
RESTAURANT = ἀπὸ τὸ ρὰ + ἵσταμαι = ἔφαγα καὶ στηλώθηκα.
RESTORATION = λατινικὰ restauro ἀπὸ τὸ ρά + ίστημι, ὅπου τὸ
ρὰ δείχνει συνάρτηση, ἀκολουθία, π.χ . ρὰ-θυμός, καὶἴστημι = στήνομαι.
SERPENT = λατινικὰ serpo ἀπὸ τὸ ἕρπω (ἑρπετό). H δασεία
προφέρεται ὡς σ = σερπετό.
SIMPLE = ἀπὸ τὸ ἁπλοὺς (ἡ λέξη δασύνεται).
SPACE = ἀπὸ τὸ σπίζω = ἐκτείνω διαρκῶς.
SPONSOR = ἀπὸ τὸ σπένδω = προσφέρω (σπονδή).
TRANSFER = ἀπὸ τὸ τρύω (διαπερνῶ) + φέρω. Transatlantic =
διαπερνῶ τὸν Ἀτλαντικό.
TURBO = ἀπὸ τὸ τύρβη = κυκλικὴ ταραχώδης κίνηση.
YES = ἀπὸ τὸ γὲ = βεβαίως.
WATER = ἀπὸ τὸ Ὕδωρ (νερό), μὲ τὸ δ νὰ μετατρέπεται σὲ τ.